Από το βιβλίο «Ερωτάς το γελοίο και το δέος» της Μάρως Βαμβουνάκη
Τίποτα πιο απάνθρωπο από την υποχρέωση . Τίποτε πιο εξαντλητικό από την προσποίηση, ιδίως του ότι είσαι μια χαρά. Τίποτε πιο εξουθενωτικό από το να χαμογελάς, να ενδιαφέρεσαι, και να κουβεντιάζεις με το ζόρι, όταν το μόνο που λαχταράς είναι να βυθιστείς στην σιωπή σου και στον ήρεμο σκοτάδι από το οποία προέκυψες.
Γιατί πονάει τούτη η ξαφνική άνοιξη μέσα στο καταχείμωνο? Μας θυμίζει πώς η ανάγκη του έρωτα μονάχα παρίστανε την πεθαμένη?
Όταν πεινάς λες ψωμί. Όταν διψάς λες νεράκι. Όταν πονάς, αγάπη
Αλλάζει κανείς μήπως και προλάβει περισσότερα. Συχνά όχι. Φοβάται το κάθε τι και τίποτα δεν αλλάζει. Είμαστε ή μνήμη μας ή είμαστε η προσδοκία μας? Μέχρι πότε σου επιτρέπεται να προσδοκάς?
Κάθε αληθινός έρωτας είναι ένα φυσικό φαινόμενο. Ένα αναπόφευκτο δράμα. Αναπόφευκτο κι ας κάνεις πώς το επέλεξες.
Ο έρωτας. Μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να καταφέρνει να μοιάζει ως λογικοφανής, ως συνειδητός, αλλά παραμέσα, σχεδόν πάντα έτσι είναι. Μιλάνε για την αξία και την αξιοπρέπεια της επιλογής, για την πιθανότητα να πετύχεις διάνα άμα επιλέγεις, όμως ο έρωτας δεν καταδέχεται τους υπολογισμούς, εκδικείται όσους τον παζαρεύουν Είναι πανάκριβος ο έρωτας για να παραδοθεί στην φτήνια των εγγυήσεων. Προτιμά την τρέλα, την ήττα. Την σταύρωση.
Ο καθένας τους με τον τρόπο του φανερά ή ύπουλα, αγωνίστηκε να ξεφύγει και να αποδράσει από το πρώτο τους φιλί. Ήταν ένας έρωτας που τους τρόμαζε, δεν είχε ούτε μια συνετή δικαιολογία. ……Γιατί ήταν ένα φιλί που μύριζε θειάφι. Παιδαριώδεις και πρωτόγονοι
Η μουσική δυνάμωνε. Παρόλο όμως τον θόρυβο υπήρχε μια σιωπή κάτω από αυτήν την εκκωφαντική ορχήστρα, Μια σιωπή σαν διάσταση άλλη που την μοιράζονταν στενάχωρα ξεμοναχιασμένοι στη σύγκρουση τους. Στην σύγκρουση με τον εαυτό και με τον άλλον. Στην σύγκρουση του έρωτα που βάζει εμπόδια στην αγάπη ακόμα και στην εντιμότητα . Στην σύγκρουση του είμαι και του πρέπει ,
Υπάρχουν αγκαλιάσματα ευχάριστα, δυνατά. Υπάρχουν αγκαλιάσματα ηδονικά και αξέχαστα. Αξέχαστα. Όμως υπάρχουν άλλα που σπάνια ζει κάποιος και πρέπει να τα ξεχάσει μετά. Σε παίρνουν με κλειστά μάτια στην κατηφόρα της δίνης που σε τραβάει προς τα σπλάχνα σου και από εκεί προς την πιο υγρή ρίζα του ένστικτου. Κι όχι μόνο του ένστικτου της ηδονής αλλά και εκείνου του θανάτου. Σε τυλίγουν τότε με τον πιο αποδιωγμένο εαυτό σου όπως με χιτώνα γιατί είναι ένας εαυτός βάρβαρος σαν λιμασμένος κυνηγός και σαν μωρό. Τον εαυτό σου που ακόμα κι ή μάνα σου απόδιωξε και σε έκαμνε να τον μισείς. Πρέπει να τα ξεχάσεις αυτά τα αγκαλιάσματα, για να μπορέσεις να σεβαστείς πάλι την ψυχή σου. Για να μπορέσεις να ξαναπείς πώς είσαι ένας άνθρωπος εντάξει ένας άνθρωπος κανονικός και λογικός. Πρέπει να τα ξεχάσεις, για να μπορέσεις να συνεχίσεις να ζεις δίχως τους.
Μπορεί να σπούδασαν. Να έμαθαν απέξω τόμους και συγγράμματα και να πέτυχαν στις εξετάσεις του πανεπιστημίου όμως ξέρουν ακόμα τόσο λίγα. Για την ασκητική της αγάπης ξέρουν τόσο λίγα. Πιστεύουν ακόμα πώς τους την χρωστούν, πώς μπορούν να την απαιτήσουν , ακόμα και να την επιβάλουν. Να εξοργίζονται, όταν δεν τους αγαπούν. Όταν δεν τους έχουν για το κέντρο του σύμπαντος κόσμου. Όταν δεν παρατούν για χάρη τους οτιδήποτε και οποιονδήποτε και ανά πάσα στιγμή. Πιστεύουν πώς δικαιούνται την ψυχή του άλλου. Μπορούν να γίνονται μπαρούτι και να εκδικούνται γι αυτά. Λένε ακόμα αγάπη τον έρωτα λένε έρωτα το “ σε θέλω” λένε πόνο τον θυμό, λένε “μου μάτωσες την καρδιά” τον πληγωμένο εγωισμό. Προσπαθούν να γνωριστούν παίζοντας τυφλόμυγα. Για την αγάπη μαθαίνεις πάντα δύσκολα. Πολλές φορές καθόλου και ποτέ.
Χώθηκε στην αγκαλά του και πρώτη φορά αισθάνθηκε πώς οι δυο τους συνωμοτούν και αφήνουν απέξω από τον θερμό κύκλο τους όλους τους άλλους. Πειράχτηκε και με όλους αυτούς τους άλλους που ξέρουν να κατακρίνουν εύκολα. Αν είχαν κι αυτοί να τους τυλίγει μια τόσο καυτή αγκαλιά σαν την δική του, να δούμε πώς θα αντιδρούσαν . Είναι τόσο εύκολο να είσαι λογικός εν ψυχρώ, μόνο που η ζωή δεν είναι εν ψυχρώ.
Είναι τόσο ευτυχισμένοι που σιωπούν, τόσο ευτυχισμένοι που είναι δυστυχισμένοι. Σιωπούν λοιπόν και συμφωνούν σ΄ αυτό. Ο έρωτας κάνει σοφούς και τους πιο χαζούς. Κάνει χαζούς και τους πιο σοφούς. Ότι θέλει κάνει ο έρωτας.
Ο χωρισμός. Του έγινε ξανά και ξανά αυτό με διάφορες γυναίκες. Μονάχα αυτή, στην ακτή στην ξένη πόλη με τα μάτια πηγάδια. Πότε ξεχειλίζουν πότε λιγοστεύουν το νερό, κι εκείνος σκύβει να καθρεφτιστεί στον υγρό τους πυθμένα με ειλικρίνεια. Θα πουν βέβαια κάποια μέρα πως δε θα ξαναϊδωθούν ποτέ. Κι όμως….Όταν θα λέει πως είναι μόνος θα σημαίνει πως είναι μαζί της.
Υπάρχει κάποια έστω στιγμή που κάτι μέσα σου κάτι άγνωστο και ισχυρό ξέρει τι θες, τι είσαι ικανός να κάνεις. Μπορεί ο νους σου να το αποδιώξει ύστερα όμως εκείνο πριν και από τον νου , κατάλαβε.
Οποίος νιώθει κατώτερος είναι που τυραννιέται και δεν συγχωρεί. Δεν παραβλέπονται μερικά πράγματα για πολύ.. Στοιχειώνουν μετά.
Υπάρχουν μάτια παραπετάσματα, όπως υπάρχουν μάτια πηγάδια. Τα πρώτα σου τραβούν μια κουρτίνα κατάμουτρα, περίπου σε προσβάλουν όταν σε κοιτάνε. Αδύνατον να προχωρήσεις πάρα μέσα, να καταλάβεις το πως σε βλέπουν. Τα άλλα σου επιτρέπουν να σκύβεις και να κοιτάς τον βυθό τους, να κοιτάς ακόμα και το δικό σου είδωλο στο νερό του πυθμένα. Τέτοια μάτια πηγάδια είναι τα μάτια της. Μαθαίνει για τον εαυτό του σκύβοντας μέσα τους. Όταν τα χάσει θα διαπράξει το ιερόσυλο σφάλμα να τ ΄αναζητήσει σε άλλες. Δε θα τα βρει βέβαια, μόνο που θα τα ξαναχάνει. Ξανά και ξανά για να το παραδεχτεί. Με πόνο αναπαραγόμενο μέχρι να το παραδεχτεί Πώς οι άνθρωποι δεν χάνονται. Χάνεις μονάχα όσα δεν είχες ποτέ σου, κι ας έλεγες πώς είχες. Δεν χάνονται, όσα σου δόθηκαν, όσα έδωσες και ας λες πώς έχασες. Ούτε με θάνατο δεν χάνονται
Οι άνθρωποι που μπορούν να γελούν μαζί έτσι δένουν με ένα δεσμό αλλιώτικό. Μια συνωμοσία, μια συνενοχή, μια συνεννόηση άλλης διάστασης που τους φέρνει πιο κοντά από όσο χιλιάδες σοβαρές κουβέντες. Ο εαυτός τους που γελά είναι εαυτός ελεύθερος.
Ο θεός όταν την κρίνει θα πει. Αν πόνεσες με τον πόνο του έρωτα σε συγχωρώ, γιατί πόνεσες, ήδη πόνεσες ήδη πλήρωσες ακριβά. Πάντα είναι κανείς αθώος μπρος σε ένα τέτοιο πόνο. Σε τελευταία ανάλυση όλοι είμαστε από έρωτα σακατεμένοι. Ζητάμε το θαύμα ζητάμε τον άγγελο. Δεν υπάρχει πιο πιθανός δρόμος από αυτόν τον δρόμο, γιατί δε υπάρχει πιο σκληρός, οξύς πόνος.
Όλα τα άλλα γίνονται μετά, γιατί δεν είναι ποτέ ΄ο έρωτας εκείνος που θες, όσο τον θες, όπως τον θες τουλάχιστον σε τούτη την ζωή δεν είναι. Ούτε τα πάντα, ούτε για πάντα. Δεν είναι. Έτσι πλούσιος στην αρχή του έτσι μίζερος στο τέλος του.
…….Όμως η στέρηση είναι στέρηση, γιατί ο έρωτας που πόθησες δεν ήταν τότε αυτός, δεν ήταν εκεί, ούτε και εσύ τα κατάφερες τότε να είσαι. Πάντοτε κάτι γίνεται, κάτι και χαλάει πολύ πριν την ένωση, ή πολύ σιμά στην ένωση, χαλά κάτι από αλλού ή από σένα χαλάει. Κάθε λίγο βγαίνεις λιγότερος από την επιθυμία σου , τόσο μικρός και μωρός μπρος στο όνειρο σου. Και δεν φταίει κανείς, μόνο εσύ , πάντα. Κατά κάποιο τρόπο εσύ. Δεν ξεκολλάει εύκολα από το πετσί σου τούτη η βδέλλα. Και είναι μια θλίψη τόσο θλιβερή, ώστε έρχεται ή εποχή που ξεχνάς την αίτιά, δεν την χωράει η ψυχή σου και την ξεχνάς. Μένει η γεύση σίγουρα, αλλά η αιτία όλο και πιο ακαθόριστη. Άγνωστη δήθεν. Ίσως στην άλλη ζωή, ίσως σ΄ αυτό που λένε παράδεισο ……
Η γραμμή του ορίζοντος, Χρήστος Βακαλόπουλος
Πριν από 1 ημέρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου