Σελίδες

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2008

Στον ίσκιο των πουλιών

Από το βιβλίο «Στον ίσκιο των πουλιών»
Της Αλκυόνης Παπαδάκη


Δεν επέμενε όμως αυτή.. Ήταν τόσο μπουκωμένη από πληρότητα, που προτιμούσε την ησυχία της. Μόνη της εκεί, στο καναπεδάκι της σάλας, να ψαχουλεύει την χαρά της, να την στρίβει, να την ξεστρίβει, να την παίζει σαν κομπολογάκι στα δάχτυλά της... Μόνη της, εκεί να ξερογλείφει τ΄ όνειρο της, να το λιώνει, να το πασαλείφει στο πηγούνι της, να το νιώθει να στάζει σαν άγιασμα πάνω στις ρώγες της και την κοιλιά της........
Ούτε η ίδια δεν μπορούσε ακριβώς και ούτε την ενδιέφερε, να εξηγήσει τι ήταν αυτό που ένιωθε. Σαν να ταξίδευε, λέει κάπου μακριά μ΄ ένα κάτασπρο καράβι. Σαν να ήταν ανοιχτοί οι ουρανοί κι άκουγε τις σάλπιγγες των αγγέλων. Σαν ν αχνοφαινόταν κάπου...πολύ μακριά ακόμα μια άλλη στεριά., διαφορετική από κείνη που γνώριζε.
Δεν διέκρινε καλά αλλά ήταν σίγουρη
Κάπου πολύ μακριά ξημέρωνε....


Είναι κάτι νύχτες, που τ΄ αστέρια κατεβαίνουνε χαμηλά.
Που λιώνει το φεγγάρι και νοτίζει την ψυχή σου
Είναι κάτι νύχτες, που όλα σιγοτραγουδούν Ακόμα κι οι πέτρες.
Και τα ξερά κλαδιά
Αυτές τις νύχτες προτιμά να σε θυμάται η μοναξιά σου
Κι έρχεται ακάλεστη. Χωρίς να χτυπήσει ούτε καν ΄την πόρτα να ρωτήσει αν δέχεσαι επισκέψεις. Χωρίς να κρατά η αφιλότιμη ούτε ένα λουλουδάκι. Ούτε ΄ένα γλυκό, μπας και σε ξεγελάσει
Θρονιάζεται στην ψυχή σου κι ανάβει προκλητικά το τσιγαράκι της
Αυτάαααπ΄. Που είχαμε μείνει;
Σου λέει μ΄ όλο το θράσος της και σε κοιτά κατάματα
Είναι αυτές οι νύχτες, που τ ΄άστρα κατεβαίνουν χαμηλά
Που λιώνει το φεγγάρι. Που όλα σιγοτραγουδούν
Είν΄ αυτές οι νύχτες τελικά που βλέπεις καθαρά το χρώμα που έχουν τα μάτια της μοναξιάς
Ίδιο ακριβώς όπως οι στάχτες από τα όνειρα
Ένα βαθύ συννεφιασμένο, τριανταφυλλί

Αυτάαα λοιπόν. Που είχαμε μείνει; Της είπε μόλο το θράσος η μοναξιά της και την κοίταξε κατάματα
Κι αυτή τρόμαξε. Πελάγωσε. Αυτό ήταν όλο. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο. Στο κάτω κάτω, ποιος είν αυτός που τον κοιτάει κατάματα η μοναξιά του και μένει ατάραχος;


......Και φύτρωναν κόκκινες βιολέτες ανάμεσα στα φιδάκια που είχαν κουλουριαστεί μες στην ψυχή της
Μήπως θέλει και πολύ η ψυχή για να ανθίσει; Μήπως θέλει πολύ για να σαλπάρει στ΄ όνειρο; Ένα ελαφρό αεράκι κι έφυγε....


Ο θάνατος σε μαχαιρώνει. Σε γονατίζει. Μα έχει ξεκάθαρους λογαριασμούς. Κάποτε βρίσκει μια γωνίτσα στην ψυχή σου και κουλουριάζεται. Κάθεται κει φρόνιμος και βυζαίνει το δαχτυλάκι του. Η προδοσία όμως ποτέ δεν χώρεσε σ΄ ανθρώπινη ψυχή. Μένει πάντα απ΄ έξω και στέλνει βέλη φαρμακερά. Κάνει βόλτες γύρω γύρω κι ανοίγει λαγούμια


Θα μ΄ αγαπάς πάντα ;
Αχ αυτό το πάντα στα χείλη των ανθρώπων.
Τ΄ ακούν οι Άγγελοι και παίζουν φυσαρμόνικα. Κι ύστερα, μόλις τελειώσει το τραγούδι τρέχουν και κρύβονται μην τους μαλώσει ο θεός

Είν΄ αλήθεια πώς κάποιοι άνθρωποι δεν μπόρεσαν ποτέ ν΄απλώσουν τα ρούχα τους στον ήλιο να τα στεγνώσουν
Πάντα βρεγμένα τα φορούν
Δεν είναι η ζωή που φταίει γι΄αυτό, κι ας της ρίχνουν όλα τα βάρη
Ούτε οι ίδιοι βέβαια φταίνε
Φταίει το ότι δεν τους χάρισε ποτέ κανείς ένα ήλιο. Ένα ολοδικό τους ήλιο. Ν΄ανατέλλει, να δύει και πάλι ν ανατέλλει λαμπερός, μέσα τους


Λες και σε προειδοποιεί ποτέ το κακό. Λες και σου κάνει νόημα η κακιά ώρα. Σιγά μη σου φωνάζει
Ει ψιτ Κοιτααα Σου ρχομαι...
Έτσι είναι αυτά τα χτυπήματα. Γίνονται πισώπλατα. Την ώρα που είσαι ανοχύρωτος. Την ώρα που έχεις χαλαρώσει κι απολαμβάνεις το άρωμα της βροχής.
Έτσι είναι..
Την άνοιξη μπορεί να την σκοτώσει ξαφνικά, μπροστά στα μάτια σου ένα χελιδόνι
Κάποιοι το ξέρουνε αυτό πολύ καλά


Ο Ραράς είχε πάντα στα χέρια του ένα κλειδί. Μα δεν βρήκε ποτέ την δική του πόρτα για να την ανοίξει. Ήταν άστεγος ο Ραράς. Κάτω απά τον ίσκιο των πολιών κι αυτός...

Υπάρχει ένας κάβουρας στις βαθιές θάλασσες, που επειδή η φύση του χάρισε μαλακό και απροστάτευτο στομάχι χώνεται στο πρώτο άδειο όστρακο που θα συναντήσει και προσπαθεί να το κάνει σπίτι του.
Συχνά το στολίζει και με πολύχρωμες θαλάσσιες ανεμώνες. Αυτό το κάνει για να ξεγελά τους εχθρούς του. Η και για να ξεγελά λιγάκι και τον εαυτό τους.
Είναι γνωστός ως ο ερημίτης κάβουρας.
Αν γεννήθηκες με μαλακό στομάχι απροστάτευτο κι έχεις χωθεί στο πρώτο άδειο όστρακο που συνάντησες για να σωθείς, μην το σκέφτεσαι...Το χουν κάνει πολλοί. Να θυμάσαι μόνο τις θαλάσσιες ανεμώνες.
Κανείς άλαλος μην περιμένεις να σου στολίσει το όστρακο σου....


Απ όταν ήμουν παιδί το ίδιο ακούω. Ο θεός είναι μεγάλος.
Ξέρεις πότε το λέει αυτό κανείς, Πολυάνθη; Όταν βρίσκεται στο αμήν

Το πλοίο είχε βγει στο πέλαγος. Τίποτε δεν φαινόταν στον ορίζοντα. Μόνο μια ατέλειωτη θάλασσα. Ένα άγριο βαθύ μπλε, σχεδόν μελανί...Όλα ήταν μακριά. Τόσο μακριά και τόσο αφάνταστα κοντά...Τόσο χαμένα στον ορίζοντα και τόσο κολλημένα, κρεμασμένα σαν μελίσσι, στην ψυχή του..
Πρέπει να κόψω τους κάβους. Αυτό πρέπει να κάνω, για να γλιτώσω
Ήταν πολύ άπειρος για να ξέρει πώς κάτι τέτοιοι κάβοι δεν κόβονται ποτέ. Ακόμη κι όταν χαλαρώνουν κάπου κάπου και σου δίνουν την αίσθηση πώς είσαι ελεύθερος θαλασσοπόρος σε μπλοφάρουν. Μόλις ξεχαστείς. Μόλις σε πάρει ο ύπνος, σου δίνουν μία και σε γυρνάνε στο λιμάνι που σ΄ έχουν δέσει

Τόσα χρόνια.. Μέσα σ΄αυτά τα ντουβάρια και τις αλάνες αρμάτωνα την ψυχή . Πόνεσα, έκλαψα βαρυγκώμησα.... Κάτω από το δέντρο της χαράς καθόμουν σαν χάνος και περίμενα. Είχα την ποδιά μου απλωμένη και περίμενα να πέσει ένας καρπός και για μένα. Ένα λουλούδι... Μόνο κίτρινα φύλλα μάζεψα

Το ποτάμι κυλάει πάντα πάνω στα νερόκρινα
Και τ΄αηδονια τις ξάστερες νύχτες τραγουδούν τον έρωτα, κρυμμένα στις φυλλωσιές των δέντρων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου