Σελίδες

Τρίτη 31 Μαρτίου 2009

Ανεπίδοτη Επιστολή Μαρίας Πολυδούρη



Ανεπίδοτη Επιστολή

Μαρίας Πολυδούρη (1 Απριλίου 1902 - 29 Απριλίου 1930)

Αγαπητοί φίλοι!
Ίσως το γράμμα αυτό να μην διαβαστεί ποτέ, από κανέναν, αλλά στ’ αλήθεια δε με νοιάζει. Ίσως μέχρι να φτάσει στα χέρια σας νάχω πεια ολότελα ξεχαστή απ’ όλους. Αλλά, ούτε δα κι’ αυτό το τελευταίο με νοιάζει. Εξάλλου, δεν έχω και πολλά να σας πω, θέλω μόνο να σας θυμίσω ότι κάποτε υπήρξα. Κάποτε υπήρξα κι’ ήμουν και ζωή και θάνατος μαζί. Και ζωή και Χάρος ήμουν!
Έζησα, τομολογώ, μια ζωή δηλητηριασμένη, γι’ αυτό θαρρώ αποφάσισα να την εγκαταλείψω. Εκείνο που για τους άλλους ήτανε ζωή, για μένα θάνατος ήταν. Γεννιόμουνα και πέθαινα κάθε μέρα, ώρα και στιγμή. Ζούσα με το θάνατο, ζούσα για να πεθάνω, μα τουλάχιστον δε ζούσα νεκρή όπως οι γύρω μου, τα μικρά αστεία ανθρωπάκια που λέγαν πως μ’ αγάπησαν, κι’ ας μην μπόρεσαν ποτέ, κι’ ας μην τόλμησαν ποτέ να διαβάσουν την ψυχή πούκρυβε περίσσιο φως και σκοτάδι μέσα της. Κατά βάθος με φοβόντουσαν και δεν αργούσαν να τραπούν εις άτακτο φυγή. Δεν άντεχαν να με κοιτούν κατάματα, μην τύχει και τους κλέψω την ψυχή τους.
Αγαπήθηκα, αγαπήθηκα πολύ, μα μπορεί ποτέ κανείς να φαντασθεί ότι λυπόμουνα βαθιά όταν καταλάβαινα ότι μ’ αγαπούσαν; Εγώ, ίσως να μην αγάπησα αρκετά, όχι όσο έπρεπε. Τον ιδανικό μου έρωτα θαρρώ τον έζησα στη φαντασία μου. Η ψυχή μου και η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα. Αυτό το ένιωθα μέσα μου, κι’ όμως δεν πίστευα ότι θα υπήρχε μέρα που θα μου αποδείκνυε ότι αγαπούσα αληθινά. Δεν είναι στ’ αλήθεια τραγικό, μια μεγάλη ειρωνεία, να μιλούν για την αγάπη άνθρωποι που δεν την γνωρίζουν και να σιωπούν εντελώς κείνοι που νοιώθουν την ψυχή τους να πνίγεται στο πόνο της;
Πολλοί λέγαν ότι ζούσα μεσ’ στο κεφάλι μου. Κάτι έπρεπε να πουν κι’ αυτοί… Πως άλλως θα με κατέτασσαν σε συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων; Άνθρωποι, ανθρωπάκια! Η ζωή ένα τεράστιο ψέμα που άλλοι το αγαπάνε κι’ άλλοι - οι λίγοι - προσπαθούν να το κάνουν αληθινή ζωή. Εσείς, αγαπητοί άγνωστοί μου φίλοι, πως ζείτε; Ζείτε; Μια φάρσα, αυτό ήταν η δικιά μου ζωή. Κανείς δεν την κατάλαβε. Γεννήθηκα χωρίς να το θέλω, έζησα στο περίπου, και σκηνοθέτησα το θάνατό μου. Κι’ όμως αγαπούσα τη ζωή, αλλά πάντα αυτή μούπαιρνε ό,τι άλλο αγαπούσα. Μου έλειπε πάντα μια καρδιά που να πονή για μένα. Κι ήταν δύσκολο, δύσκολο πολύ να ζω μονάχη μου μεσ’ σένα κόσμο τόσο παράλογα προσκολλημένο στα μικρά της ζωής και στο τίποτα. Ήμουνα σαν παράσιτο, σαν μαύρο ξωτικό που έχασε το δρόμο κι’ αντί να ταξιδέψει στον ονειροκόσμο του, ξέπεσε σε τούτη δω τη γη. Μάλιστα, κάποια φορά, κάποιος με ρώτησε κρυφά αν είμαι χήρα σαν φορούσα μαύρα βαρειά. Εγέλασα. Αλήθεια ήταν! αν μάντεψε την ψυχή μου, καλά την ωνόμασε χήρα…
Είναι που θα παρακαλούσαν να είχαν ζήσει στην εποχή μου. Εγώ, θάθελα να ζήσω σε κάποιαν άλλην εποχή. Έζησα ανάμεσα σε μια γενειά ηττημένη. Κάποιοι από μας κάναν τον πόνο στίχο, την οργή τραγούδι, αλλά κανείς δεν τόλμησε… - ούτ’ από μας ούτ’ απ’ τους άλλους - δεν τόλμησε να ξεφύγει απ’ το χαραγμένο μονοπάτι, δεν τόλμησε να πει ό,τι στ’ αλήθεια σκεφτότανε, δεν τόλμησε να κάνει ό,τι στ’ αλήθεια ήθελε να κάνει. Οι περισσότεροι ήταν - είμασταν - δειλοί που ’ψαχναν απλά ναύρουν την αυτοεπιβεβαίωσή τους. Κάτι νέοι σκυθρωποί κι’ ανάπηροι. Ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι και υπερφίαλοι… Απόκληροι της αντίληψης… Κι’ όμως ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο Κ., ο μόνος που θα μπορούσε ποτέ να με καταλάβει, αλλά ούτε και κείνος τόλμησε… Μούπε μάλιστα, πως με λυπόταν γιατί τον αγαπούσα… ότι ήμουνα γι’ αυτόν μια παρηγοριά. Τόχε η εποχή, κανείς δεν ήταν ο εαυτός του! Γι’ αυτό θαρρώ και έζησα τόσο μόνη, κι’ ας είχα πάντοτε κάποιους να με συντροφεύουν, αδέλφια μου σένα πόνο που δε θα μπορούσαν ποτέ να συλλάβουν. Έκαναν τα πάντα για με, αλλά η αγάπη τους ήταν μια θυσία που ποτέ δεν δέχτηκα με ευμένεια κι’ οι ανησυχίες τους χειροπέδες για μένα. “Πόσο είναι αστεία η ζωή μα και πόσο αστειότεροι είμαστε μεις που την ανεχόμαστε τέτοια”, έγραψα, θυμάμαι, κάποτε στο ημερολόγιό μου…
Μα, από τότε έχουν πια περάσει χρόνια. Πόσα, δεν ξεύρω, αφού ο χρόνος δεν έχει πια για με καμμία σημασία. Τώρα, είμαι κάπου αλλού και ζω - αν τούτη δω η κατάσταση θεωρείται ζωή - μέσ’ απ’ τις αναμνήσεις μου. Ξεφυλλίζω τα τετραδία του μυαλού και κυττάζω πίσω. Όλα ζητάω τα χαμένα, τις μικρές στιγμές, τον αγαπημένο… Γυρνώ το βλέμμα και τον κυττάζω πάντα το δρόμο που αφήσαμε. Είναι μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες και φρίκη… είναι τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος… κι’ όμως - θεέ συγχώρεσέ με - θα τον έπαιρνα με την καρδιά γεμάτη δάκρυα και μεταμέλεια… Με την καρδιά δεμένη με τα σίδερα της αμαρτίας θα ξεκινούσα να σ’ εύρω μοναδική κι’ αξέχαστή μου αγάπη… Δε θέλω τίποτε άλλο, μόνο να φτάσω, να σταθώ κοντά σου τόσο που φτάνει για να ιδώ… να ιδώ το πρώτο βλέμμα σου εκείνο που μου ’ριχνες σαν έφτανα… τις μικρούλες όλες εκείνες ρυτίδες στο πρόσωπό σου… να ιδώ τα χέρια σου ν’ απλώνονται σε μένανε να με αγκαλιάσουν… να ιδώ… να νοιώσω το φίλημά σου… Είναι τόσο μεγάλος ο καϋμός και είμεθα τόσο μικροί ένας-ένας εμείς οι άνθρωποι που τον αποτελούμεν…
Τα λόγια αυτά ίσως νακούγονται σαν παραλήρημα ενός ετοιμοθανάτου, μα, αλοί, δεν μπορώ να πεθάνω αφού είμαι από χρόνια πια νεκρή. Όσο ζούσα, όσο έζησα, ήμουνα παιδί. Ήμουνα ένα παιδί άμυαλο, μπορώ να το παραδέχομαι αλλά και ποιο παιδί δεν είναι άμυαλο; Ένα παιδί είμαι ακόμη… Ένα παιδί που γράφει σε σας, τους άγνωστούς του φίλους, για να τους πει: να μείνετε πάντα παιδιά, κι’ αν είναι δυνατόν άμυαλα παιδιά. Να ζήσετε τη ζωή σας με τρέλλα, να ζήσετε παράλογα, να σκοτώσετε τη λογική πούνε ο φονιάς της χαράς και της ζωής, να τολμήσετε να κάνετε τα δύσκολα, τα μεγάλα, τα σημαντικά, ν’ ακολουθήσετε τα δύσβατα μονοπάτια, ν’ αφήσετε να θρονιαστεί στην καρδιά σας για πάντα η άνοιξη και το χαμόγελο στα χείλη, ν’ αγαπήσετε με πάθος και να καείτε απ’ τη φλόγα της αγάπης σας, να κάνετε τον πόνο, τη χαρά, την κάθε σας στιγμή τραγούδι, κι’ όταν έρθ’ η ώρα η στερνή να πεθάνετε όχι από πλήξη, αλλά από ειλικρίνεια όπως ο φίλος τζίτζικας, που τόσο ωραία τα έλεγε μα μεις τα παίρναμε για γκρίνια…
Τώρα, καθώς γράφω τις τελευταίες γραμμές, κυττώ πίσω και αντιλαμβάνομαι πόσο στάθηκα τυχερή: έζησα ελεύθερη όσο καμμιά άλλη γυναίκα της εποχής μου, έκανα πράγματα που δεν έκανε καμμιά άλλη, κι’ αγαπήθηκα όσο λίγες. Και, δεν το ξεχνώ, καθώς το βλέμμα μου έσβηνε, εκείνη τη μελαγχολική αυγούλα τ’ Απρίλη, δεν ήμουν πια μόνη. Νέοι που μ’ αγάπησαν ήρθαν να μ’ αποχαιρετήσουν και φίλες γκαρδιακές στο προσκεφάλι μου ένα τελευταίο τραγούδι να μου χαρίσουν…
Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα, όπως λέει κι’ η καλή μου φίλη.

Με αγάπη
Μαρίκα Πολυδούρη

Κυριακή 29 Μαρτίου 2009

ΠΟΙΗΤΙΚΗ «Ο τίτλος μού είναι αλυσίδες» ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ


ΠΟΙΗΤΙΚΗ
«Ο τίτλος μού είναι αλυσίδες»
Τα υλικά του ποιητή όπως τα παρουσίασε η Κική Δημουλά σε ομιλία της στην Αρχαιολογική Εταιρεία

της λωρης κεζα | Κυριακή 29 Μαρτίου 2009



Ενα κείμενο της Κικής Δημουλά, μόλις τριάντα σελίδων, που εκφωνήθηκε στην Αρχαιολογική Εταιρεία στις 26 Ιανουαρίου 2009, αποδεικνύει ότι ο ποιητικός λόγος δεν έχει όριο φόρμας. Είναι μια ομιλία που περισσότερο θυμίζει λυρική έκφραση παρά τους τυπικούς λόγους των τιμητικών εκδηλώσεων. Η ακαδημαϊκός παρουσιάζει συνοπτικά τις προθέσεις και τους τρόπους της, μιλάει για όσα την εμπνέουν, όσα τη δυσκολεύουν, όσα τη φέρνουν σε αμηχανία. Καθώς η ομιλία ετοιμάστηκε για συγκεκριμένο κοινό, παντρεύει σε αυτή στοιχεία που αφορούν τους ακροατές της. Λέει λίγο μετά την «καλησπέρα» της ότι έχει «συμπτώματα μέθης» από τα καλά λόγια της προσφώνησης και συμπληρώνει: «Αρχισα να νιώθω σαν ένα σημαντικό θραύσμα της σπουδαίας προγόνου μας της αρχαιότητας,το οποίο έφερε στο φως η επιστήμων σκαπάνη και σας το παρουσιάζει». Λέει στο κοινό της ότι, όταν θέλει να γράψει και δεν μπορεί, προσεύχεται στον Παντοδύναμο να της στείλει λίγη δύναμη: «Οπως και να ΄ναι,εμμένω στην προσευχή κι ας θεωρείται πως είναι ένα αναχρονιστικό κουτί παραπόνων ξέχειλο,ξεχασμένο,μια εικόνα παραμελημένης, προαποφασισμένα αταχυδρόμητης ανάγκης».

Εξηγεί πόσο ανασταλτικά λειτουργεί στην έμπνευσή της ένας τίτλος γιατί αν, λέει, δεν έχει τίτλο, λοξοδρομεί και κατευθύνεται όπου ακούγεται τρεχούμενο νερό: «Φτάνοντας και λάθος να δω ότι έκανα και τα νερά να μην τρέχουν,ούτε σταγόνα,δεν έχει σημασία.Εγώ πάντως το μικρό σταμνάκι μου πρόφτασα καθ΄ οδόν να το γεμίσω με τον ήχο της αναβλύζουσας νοερότητας». Για τον τίτλο της ομιλίας αναφέρει ότι προκύπτει από την αδυναμία της να επικεντρωθεί σε ένα θέμα, καθώς προτιμά τις πλαγιοδρομήσεις. Ως αφετηρία της ομιλίας της χρησιμοποίησε «μερικές ευαισθησίες,ταλαιπωρημένες από τα ταξίδια τους σε μακρινά ενδεχόμενα και κοντινές επαληθεύσεις.Τις βρήκα σ΄ ένα ημερολόγιο που κρατούσε ο φόβος,γραμμένες ανάκατα,έξω από την αράδα τους πεσμένες, άλλη μπρούμυτα,άλλη ανάσκελα,σα να τις έγραφε το χέρι μιας μεγάλης φουρτούνας».

Η Κική Δημουλά αναφέρει στην ομιλία της ετερόκλητους χαρακτήρες και δημιουργούς: ξεκινά από τον Δαρείο του Καβάφη, για να αναζητήσει τη Σταχτοπούτα (με την οποία παρομοιάζει τη γλώσσα) και την κακιά μητριά (τη σιωπή). Λίγο πιο κάτω θα επιβιβαστεί στην Κιβωτό του Νώε (που μπάζει από την πίσω πόρτα το «σκυλολόι της σκληρότητας»), συναντά τον Νερούδα, διασταυρώνεται με τον Αθω Δημουλά, τον Σαίξπηρ, τον Τσέχοφ. Στις τελευταίες σελίδες περιγράφει έναν κινέζο πλανόδιο πωλητή, που μπαίνει σε μια «όχι κοσμική ταβέρνα», «με το κινητό εμπόρευμά του έκθετο πάνω σ΄ ένα ξύλινο τελάρο κρεμασμένο με λουρί από το λαιμό του». Διαλέγει να αγοράσει: «Εμένα μου γυάλισαν κάτι κοκκινόχρωμα ευτελή πουλάκια γύψινα». Αγοράζει τρία για να είναι βέβαιη ότι θα ακουστεί το κελάηδισμα- ώστε τις νότες «να μην τις πάρει ο σφοδρός άνεμος της νοερότητας». Οταν υπάρχει κελάισμα, υπάρχει η επιθυμία ακροατηρίου: «Γι΄ αυτό το ακροατήριο μαθαίνουμε να ψευτοτραγουδάμε ή να βουβαινόμαστε,βυθιζόμενοι αργά αργά στην άπατη λέξη:βοήθεια...βοήθεια...που ξελαρυγγιαζόμαστε να ζητάμε».

Είναι δύσκολο και μάλλον άχαρο να μιλάει κάποιος για το έργο του. Η Δημουλά διαφεύγει γιατί, ενώ φαινομενικά αναφέρεται στην περιπέτεια της σύνταξης ενός ποιήματος, διατρέχοντας ζητήματα δυνητικά βαρετά (η γλώσσα, το θέμα, ο αναγνώστης), ουσιαστικά κάνει το δικό της. Γράφει ένα εκτενές πεζο-ποίημα για όλα αυτά, εξαιρετικά ευχάριστο και πολύ διαφωτιστικό.

ΠΗΓΗ: ΤΟ ΒΗΜΑ
--------------------------------------------------------------

Παραθέτω πιο κάτω τρια ποιήματα της Κικής Δημουλά

ΓΡΑΨΕ ΛΑΘΟΣ
Δεν φτάνει που ήσουν ερχομός θερμοκηπίων
ενόχλησες και την ορθογραφία μου.

Κατ΄επανάληψη λες, μ΄ έπιασες να γράφω
συνδιάζω αντί συνδυάζω που σημαίνει
συν-δύο, βάζω το ένα δίπλα στο άλλο
τα δυό μαζί ενώνω - το ζω το αφήνουμε έξω
γιά μετά, αν πετύχει ο συνδιασμός.

Δεν είναι λάθος φίλε μου.
Είναι μιά πρόωρη ανάπτυξη αδυναμίας.
Δείξε μου εσύ ένα ύψιλον
που να κατάφερε ποτέ σωστά να μας ενώσει.
Συνδιασμοί πολλοί αλλά πόσοι γνώρισαν
τη ρηματική του ζω απεραντοσύνη.

Απ΄τη σκοπιά του καθ΄ ενός η ορθογραφία.
Πάρε γιά παράδειγμα
τι κινητά που γράφεται το ψέμα:
όταν εσύ το εξακοντίζεις προς τον άλλον
σωστά το γράφεις μέσα σου, θαρραλέα.
Όμως όταν εσύ το δέχεσαι κατάστηθα
τότε το γράφεις ψαίμα.

Ρωτάς από που ως που
γράφω τη συμπόνοια με όμικρον γιώτα.
Ποιός ξέρει θα με παρέσυρε η άπνοια
ο ανοίκειος το ποίημα η οίηση
το κοιμητήριο η οικουμένη το οικτρόν
και η αοιδός επιθυμία
απ΄ την αρχή να ξαναγραφόταν ο κόσμος.

Εξάλλου σου θυμίζω η συμπόνια
πρωτογράφτηκε λάθος από το θεό

Ο ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ

Ο έρωτας ,
όνομα ουσιαστικόν ,
πολύ ουσιαστικόν ,
ενικού αριθμού ,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού ,
γένους ανυπεράσπιστου .
Πληθυντικός αριθμός
οι ανυπεράσπιστοι έρωτες .

Ο φόβος ,
όνομα ουσιαστικόν ,
στην αρχή ενικός αριθμός
και μετά πληθυντικός :
οι φόβοι .
Οι φόβοι
για όλα από δω και πέρα .

Η μνήμη ,
κύριο όνομα των θλίψεων ,
ενικού αριθμού ,
μόνο ενικού αριθμού
και άκλιτη .
Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη .

Η νύχτα ,
όνομα ουσιαστικόν ,
γένους θηλυκού ,
ενικός αριθμός .
Πληθυντικός αριθμός
οι νύχτες .
Οι νύχτες από δω και πέρα .

Η ΠΕΡΙΦΡΑΣΤΙΚΗ ΠΕΤΡΑ

Μίλα .
Πες κάτι , οτιδήποτε .
Μόνο μη στέκεις σαν ατσάλινη απουσία .
Διάλεξε έστω κάποια λέξη ,
που να σε δένει πιο σφιχτά
με την αοριστία .
Πες :
"άδικα",
"δέντρο",
"γυμνό" .
Πες :
"θα δούμε",
"αστάθμητο",
"βάρος".
Υπάρχουν τόσες λέξεις που ονειρεύονται
μια σύντομη, άδετη, ζωή με τη φωνή σου .

Μίλα .
Έχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας .
Εκεί που τελειώνουμε εμείς
αρχίζει η θάλασσα .
Πες κάτι .
Πες "κύμα" , που δεν στέκεται .

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2009

Μισέλ Ουελμπέκ Michel Houellebecq


Πολλοί τον έχουν χαρακτηρίσει απαισιόδοξο, μηδενιστή, φαλλοκράτη, μισαλλόδοξο. Εγώ δεν αισθάνομαι την ανάγκη να τον χαρακτηρίσω με ένα επίθετο, κυρίως διότι θεωρώ μάλλον απίθανο μία λέξη να είναι ικανή να περιγράψει το σύνολο του έργου και των στοιχείων της προσωπικότητας ενός ανθρώπου. Ανήκω, πάντως, στη μερίδα των ανθρώπων που διαβάζουν Μισέλ Ουελμπέκ(Michel Houellebecq στα γαλλικά) και τους αρέσει.
Εντούτοις, αδυνατώ να εκφράσω με λέξεις τους λόγους για τους οποίους μου αρέσει ο Ουελμπέκ. Βέβαια, θα μπορούσα κάλλιστα να αναφέρω ότι μου αρέσει η γλώσσα του, που είναι σύγχρονη και δε διστάζει να εκτραχυνθεί σε ορισμένα σημεία, προκειμένου να αποδώσει ρεαλιστικά την πραγματικότητα των ανθρώπινων σχέσεων και συμπεριφορών. Θα μπορούσα, επίσης, να αναφερθώ και στη χρήση του δικού του ονόματος, Μισέλ, για τον πρωταγωνιστή στα ''Στοιχειώδη Σωματίδια'' και την ''Πλατφόρμα'', που με έκανε να υποψιάζομαι αυτοβιογραφικά στοιχεία στο περιεχόμενο των δύο βιβλίων και, έχοντας υποκύψει πλήρως στην επιθυμία να μάθω για τα απόκρυφα της ζωής ενός ανθρώπου που δε γνωρίζω και δε με γνωρίζει, να αφοσιώνομαι στην ανάγνωση με πάθος και ταχύτητα. Ακόμα, θα μπορούσα να παραδεχθώ πόσο ωραίο ήταν το γεγονός ότι μου επιτρεπόταν να διεισδύσω στα άδυτα της σεξουαλικότητας των χαρακτήρων και να τους δω γυμνούς, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Δε μπορώ, όμως, να περιγράψω το βαθύτερο λόγο που η γραφή του Μισέλ Ουελμπέκ με συναρπάζει. Ίσως που είναι αληθινά ωμός...
Ο μοναδικός λόγος που ξεκίνησα να τον διαβάζω ήταν η διαμάχη του με τις ισλαμιστικές οργανώσεις της Γαλλίας, που τον κατηγορούσαν ότι παρουσίαζε μία φοβερά αρνητική και ψευδή εικόνα του Ισλάμ μέσα από το βιβλίο του '' Η Πλατφόρμα''. Μήπως, όμως, το Ισλάμ δεν είναι μια θρησκεία σχεδόν ταυτόσημη του φανατισμού, που έχει προκαλέσει και προκαλεί ακόμα το θάνατο χιλιάδων ανθρώπων στον πλανήτη; Χωρίς να είμαι ρατσιστής, αλλά ούτε και οπαδός κάποιας άλλης θρησκείας, οφείλω να παραδεχθώ ότι δεν ενοχλήθηκα ιδιαίτερα από τις νύξεις του συγγραφέα σε σχέση με το Ισλάμ, αν εξαιρέσει κανείς το γεγονός ότι η τρομοκρατική επίθεση στο τέλος του βιβλίου γίνεται από μουσουλμάνους. Η επίθεση δε γίνεται, βέβαια, αναίτια, όμως είμαι προκατειλημμένος απέναντι στην απόδοση τρομοκρατικών επιθέσεων σε μουσουλμάνους, διότι συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις ελλοχεύουν πολιτικά, οικονομικά και άλλα συμφέροντα.
Σε κάθε περίπτωση, ο Μισέλ Ουελμπέκ(φωτογραφία) είναι ένας άκρως ιδιαίτερος και προκλητικός συγγραφέας, τον οποίο αξίζει κανείς να διαβάσει ακόμα και μόνο για να γνωρίσει αυτόν τον εκκεντρικό δημιουργό και πιθανότατα να ταχθεί υπέρ ή κατά της γραφής του. Ένα, όμως, είναι σίγουρο: είναι δύσκολο να τον υπερασπιστεί κανείς! Εγώ, πάντως, έκανα φιλότιμη προσπάθεια...

Τα άρθρα που ακολουθούν είναι ειλημμένα από:http://www.in.gr/news

1)Αντιμέτωπος με τη δικαιοσύνη βρίσκεται από την Τρίτη ο διακεκριμένος Γάλλος συγγραφέας Μισέλ Ουελμπέκ, ο οποίος βαρύνεται με την κατηγορία ότι με δηλώσεις του προσέβαλε το Ισλάμ συνέβαλε στην καλλιέργεια της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας.

Όπως μεταδίδει το BBC, μήνυση εναντίον του Γάλλου συγγραφέα κατέθεσαν τέσσερις ισλαμικές οργανώσεις, οι οποίες κατηγορούν τον Ουελμπέκ ότι προέβη σε προσβλητικά σχόλια εναντίον της ισλαμικής θρησκείας στη διάρκεια συνέντευξης που έδωσε για την προώθηση του τελευταίου του βιβλίου με τίτλο Platform.

Στο πλευρό των τεσσάρων οργανώσεων τάσσεται και ο γαλλικός Σύνδεσμος για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, τονίζοντας ότι το βιβλίο του Ουελμπέκ συμβάλλει στην «ισλαμοφοβία».

Η υπόθεση έχει προκαλέσει ζωηρό ενδιαφέρον, όπως είχε γίνει παλαιότερα και με τους Σατανικούς Στίχους του Σαλμάν Ρουσντί, εγείροντας ερωτήματα σχετικά με το που τοποθετούνται τα όρια της ελευθερίας της έκφρασης, εάν αυτά υπάρχουν.

Ο Μισέλ Ουελμπέκ, σε συνέντευξη που είχε δώσει πέρυσι στο γαλλικό λογοτεχνικό περιοδικό Lire, είχε χαρακτηρίσει τον ισλαμισμό «την πιο ανόητη θρησκεία». Ο συγγραφέας είχε πει χαρακτηριστικά: «Όταν διαβάζεις το Κοράνι, εξουθενώνεσαι. Η Βίβλος είναι τουλάχιστον ωραία γραμμένη, γιατί οι εβραίοι έχουν και κάποιο λογοτεχνικό ταλέντο».

Η δίκη άρχισε την Τρίτη το πρωί στο Παρίσι και λίγη ώρα μετά την έναρξή της ο δικαστής διέταξε την απομάκρυνση ομάδας ακροαριστερών, οι οποίοι γδύθηκαν μέσα στην αίθουσα για να αποκαλύψουν μπλουζάκια με το σύνθημα «ελευθερία του έκφρασης, ελευθερία του λόγου».

Την υπόθεση από την πλευρά των ισλαμικών οργανώσεων έχει αναλάβει γνωστός δικηγόρος στη Γαλλία, ο οποίος στο παρελθόν είχε αναλάβει και την υπόθεση του Μορίς Παπόν, πρώην συνεργάτη των ναζί.

Ο συνήγορος του Ουελμπέκ υποστήριξε στο δικαστήριο ότι με την υπόθεση αυτή επανεμφανίζεται η έννοια της βλασφημίας, παρά το γεγονός ότι η Γαλλία είναι ένα κοσμικό κράτος και δεν έχει τέτοιους νόμους.

Εάν χάσει τη δίκη, ο Ουελμπέκ είτε θα εκτίσει κάθειρξη ενός έτους, είτε θα πληρώσει πρόστιμο ύψους 52.000 ευρώ.
2)Δικαστήριο του Παρισιού έκρινε την Τρίτη αθώο το διάσημο Γάλλο συγγραφέα Μισέλ Ουελμπέκ, ο οποίος αντιμετώπιζε την κατηγορία της υποκίνησης φυλετικού μίσους, επειδή είχε αποκαλέσει το Ισλάμ «την πιό ανόητη θρησκεία» και το Κοράνι «καταθλιπτικό ανάγνωσμα».

Τη μήνυση εναντίον του Ουελμπέκ είχαν υποβάλει πέντε μουσουλμανικές οργανώσεις, ανάμεσά τους ο Παγκόσμιος Ισλαμικός Σύνδεσμος με έδρα τη Μέκκα, καθώς και το Τζαμί του Παρισιού και αυτό της Λιόν. Οι οργανώσεις κατηγορούσαν τον Γάλλο συγγραφέα ότι προσέβαλε το Ισλάμ σε συνέντευξή του στο λογοτεχνικό περιοδικό Lire, εναντίον του οποίου έχει επίσης υποβληθεί μήνυση.
Ο 45χρονος Ουελμπέκ, που ζεί στην Ιρλανδία, είχε υπερασπιστεί τον εαυτό του τον περασμένο μήνα επισημαίνοντας πως το να επικρίνει μια θρησκεία δεν σημαίνει πως προσβάλλει τους οπαδούς της. Επίσης, είχε τονίσει πως και οι τρείς μονοθεϊστικές θρησκείες -Χριστιανισμός, Ιουδαϊσμός και Ισλαμισμός- βασίζονται σε γραφές που είναι «κείμενα μίσους».

Η συνέντευξη που ακολουθεί είναι ειλημμένη από:http://www.tovima.gr
Λίγο προτού έλθει στην Αθήνα, ο Μισέλ Ουελμπέκ μιλάει για τη γραφή, τη γλώσσα, τον Σαρκοζί, την Ιρλανδία, την πολιτική, τις εμμονές των άλλων γι'' αυτόν. Σχεδόν μονολεκτικές απαντήσεις ενός πάρα πολύ δύσκολου ανθρώπου
«Εξακολουθώ να τους εκνευρίζω»
συνέντευξη
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ | Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2007

Εντόπισα τον Μισέλ Ουελμπέκ στη Γερμανία και η συνέντευξη που ακολουθεί έγινε τηλεφωνικά. Ο Μισέλ Ουελμπέκ επεξεργάζεται αυτόν τον καιρό στη Γερμανία την πρώτη του ταινία, που δεν είναι άλλη από τη «Δυνατότητα ενός νησιού», δηλαδή το δικό του μυθιστόρημα. Τα γυρίσματα της ταινίας ολοκληρώθηκαν τον περασμένο Ιούνιο, κάπου κοντά στη Σεβίλλη, σε ένα εγκαταλειμμένο ορυχείο σιδήρου, που μοιάζει να είναι το τοπίο του τέλους του κόσμου. Εξακολουθεί να είναι το κακό παιδί της γαλλικής λογοτεχνίας αλλά ταυτόχρονα ο σύγχρονος γάλλος συγγραφέας που απασχολεί όλο και περισσότερο μελετητές και πανεπιστημιακούς. Τον έχουν πει μηδενιστή, λογοτεχνικό απόστολο του σεξουαλικού καπιταλισμού και άλλα. Στα ελληνικά, όλα του τα βιβλία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις της Εστίας. Την Πέμπτη 25 Οκτωβρίου ο Μισέλ Ουελμπέκ θα συναντήσει το αθηναϊκό κοινό στο Μέγαρο Μουσικής, στις 7 μ.μ., σε εκδήλωση του Megaron Plus.

- Κύριε Ουελμπέκ, ως έλληνας αναγνώστης αισθάνομαι ότι είστε κάτι σαν ήρωας της γαλλικής λογοτεχνίας, γιατί την επανεισαγάγατε στην παγκόσμια λογοτεχνική σκηνή. Σεις αισθάνεστε ήρωας;

«Πραγματικά μου είναι δύσκολο να απαντήσω. Είναι θέμα γούστου. Και έπειτα, δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε όλες τις χώρες σαν μπλοκ».

- Είστε αναγνώστης της σύγχρονης γαλλικής λογοτεχνίας;

«Διαβάζω λίγα βιβλία, γιατί συνηθίζω να επιστρέφω σ' ένα βιβλίο που μου αρέσει πολλές φορές. Εχει τύχει να διαβάσω δέκα φορές το ίδιο βιβλίο. Επομένως δεν μπορείτε να με θεωρήσετε πολύ καλλιεργημένο, από τη στιγμή που δεν διαβάζω πολλά βιβλία. Από την άποψη αυτή, η κουλτούρα μου είναι περιορισμένη. Διαβάζω βέβαια κάθε μέρα, αλλά όταν ένα βιβλίο μού αρέσει, μου είναι δύσκολο να βγω απ' αυτό».

- Πείτε μου ένα τέτοιο βιβλίο;

«Προτιμώ να μιλάω για συγγραφείς παρά για βιβλία, πλην κάποιων εξαιρετικών περιπτώσεων. Η τελευταία μου ανακάλυψη είναι ένας συγγραφέας που δεν ξέρω αν τον γνωρίζετε στην Ελλάδα, ο Μπορίς Ακούνιν, σύγχρονος Γεωργιανός που γράφει στα ρωσικά. Ασχολούμαι μαζί του έναν χρόνο τώρα».

- Διαβάζετε κλασικούς;

«Ναι, αλλά όχι με την έννοια των παλιών συγγραφέων. Για μένα κλασικός είναι ο Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ, ένας συγγραφέας σχετικά πρόσφατος, πέθανε το 1995...».

- Αναφέρετε έναν συγγραφέα αστυνομικής λογοτεχνίας...

«Οχι, όχι, δεν μπορούμε να τον ταξινομήσουμε έτσι. Ο Μανσέτ είναι πολύ περισσότερα πράγματα. Μολονότι έχει γράψει λίγα και σύντομα βιβλία, δημιουργεί μιαν ατμόσφαιρα, ένα συγγραφικό σύμπαν το οποίο μου αρέσει».

- Διαβάσατε το μυθιστόρημα του Τζόναθαν Λίτελ «Les bienveillantes»;

«Οχι».

- Τι επηρεάζει τη διάθεσή σας απέναντι σε έναν συγγραφέα;

«Θα έλεγα περισσότερο η τύχη».

- Διαβάζετε τον Τύπο;

«Οχι, παρά μόνο όταν παίρνω το αεροπλάνο. Και επειδή κάνω πολλά αεροπορικά ταξίδια αναγκαστικά διαβάζω Τύπο, ιδιαίτερα περιοδικά, που είναι πιο πρακτικά».

- Και πώς πληροφορείστε τι συμβαίνει στον κόσμο;

«Συνειδητοποιώ ότι η πληροφόρησή μου δεν είναι και τόσο πλούσια. Οταν είμαι στο σπίτι μου ή κάπου μόνιμα εγκατεστημένος χρησιμοποιώ το Internet. Τελευταία μετακινούμαι πολύ και μου είναι δύσκολο να χρησιμοποιώ το Internet, γιατί πρέπει να ψάχνω για εταιρείες, να γίνομαι συνδρομητής κτλ. Γι' αυτό δεν με βρήκατε στο μέιλ μου».

- Πού είναι η μόνιμη κατοικία σας;

«Η αλήθεια είναι ότι εδώ και πάρα πολύ καιρό δεν έχω επιστρέψει στην κατοικία μου στη Γαλλία. Κάποια στιγμή εγκατέλειψα τη Γαλλία, για την Ιρλανδία. Εφυγα από τη Γαλλία, πρώτον, για φορολογικούς λόγους και, δεύτερον, για να είμαι σε ένα αγγλόφωνο περιβάλλον. Σήμερα, αν δεν ξέρεις αγγλικά, δεν μπορείς να δώσεις συνέντευξη σχεδόν σε καμία χώρα. Βλέπετε, τα γαλλικά φθίνουν. Και καθώς δεν είμαι ιδιαίτερα ταλαντούχος στις γλώσσες, αν δεν μιλούσα καθημερινά αγγλικά θα τα ξέχναγα. Μένω κοντά στο Δουβλίνο. Η Ιρλανδία έχει αλλάξει, έχει γίνει πλούσια χώρα και τα ήθη της μεταβάλλονται. Ας πούμε, τώρα πίνουν περισσότερο κρασί απ' ό,τι έπιναν παλιότερα».

- Πώς γράφετε; Πώς είναι το εργαστήριο της γραφής σας;

«Γράφω στον υπολογιστή, αλλά έχω απόλυτη ανάγκη από τον εκτυπωτή για τη δουλειά μου. Ο,τι γράφω πρέπει να το τυπώσω και να το διορθώσω στο χαρτί. Δεν μπορώ να κάνω διορθώσεις απευθείας στην οθόνη. Κατά τα άλλα, ο χώρος εργασίας μου είναι πολύ στοιχειώδης. Αυτό που θέλω να γράψω είναι μέσα στο μυαλό μου. Χρησιμοποιώ βεβαίως και σημειώσεις, που περιλαμβάνουν κυρίως φράσεις, θα έλεγα σπαράγματα φράσεων, κομμάτια. Τέτοιες φράσεις μπορώ να τις σημειώσω παντού, όπου κι αν βρίσκομαι. Οταν γράφω όμως ένα μυθιστόρημα έχω ανάγκη από έναν χώρο, ένα δωμάτιο όπου θα είμαι μόνος μου, μπορεί να είναι και δωμάτιο ξενοδοχείου. Δεν μπορώ όμως να δουλέψω σε δημόσιους χώρους, σε καφενεία... Οταν γράφω, δουλεύω τέσσερις-πέντε ώρες καθημερινά».

- Αυτή την εποχή γράφετε ένα καινούργιο μυθιστόρημα;

«Οχι, γιατί μόλις τελείωσα την πρώτη μου ταινία ως σκηνοθέτης. Γι' αυτό με βρίσκετε τώρα στη Γερμανία. Δουλεύω πάνω στο φιλμ που γύρισα. Ηταν κι αυτό μια εμπειρία. Σε σχέση με την εμπειρία του συγγραφέα, η σκηνοθεσία απαιτεί περισσότερη ευελιξία απέναντι στα πράγματα».

- Στη Γαλλία εξακολουθούν να σας θεωρούν «κακό παιδί» ή είστε πια μέσα στο λογοτεχνικό establishment;

«Οχι, με θεωρούν κακό παιδί και εξακολουθώ να τους εκνευρίζω. Εξακολουθώ να εκνευρίζω σχεδόν το σύνολο του λογοτεχνικού κόσμου».

- Τους εκνευρίζετε ή σας ζηλεύουν λόγω της επιτυχίας σας, λόγω των χρημάτων που πήρατε για να μεταγραφείτε σε άλλον εκδοτικό οίκο, της δημοσιότητας που έχετε κλπ.;

«Νομίζω ότι τους ενοχλεί περισσότερο η επιτυχία μου. Αλλωστε το χρήμα από μόνο του δεν λέει και πολλά πράγματα».

- Σας κατηγορούν όμως για μηδενισμό, για σεξουαλική διαστροφή. Πώς εξηγείτε το ότι είστε στόχος;

«Δεν ξέρω, ίσως να μην έχουν με τι άλλο να ασχοληθούν και να είμαι ένα εύκολο θέμα».

- Είστε όμως και στόχος της μουσουλμανικής κοινότητας για δηλώσεις που έχετε κάνει εναντίον τους.

«Νομίζω ότι έχει ξεχαστεί αυτή η ιστορία. Αλλωστε αυτό που είχα πει δεν ήταν αποτέλεσμα μιας εμμονής μου ή κάτι πιο βαθύτερου. Ηταν μια γνώμη, μια άποψη της στιγμής για μια συγκεκριμένη κατάσταση».

- Σας ενδιαφέρει η πολιτική;

«Οχι».

- Αισθάνεστε καλά ή άσχημα με τον Σαρκοζί;

«Ούτε κρύο ούτε ζέστη. Πολύ περισσότερο που δεν κατοικώ στη Γαλλία».

- Είστε λοιπόν «κακό παιδί» και ταυτόχρονα «ακαδημαϊκός ήρωας», αφού το έργο σας αλλά και η προσωπικότητά σας είναι αντικείμενο πολλών επιστημονικών συνεδρίων.

«Υπάρχουν στιγμές που εκπλήσσομαι κι εγώ με πράγματα που λέγονται για μένα στα συνέδρια. Εντάσσονται βέβαια όλα αυτά μέσα σε μια ακαδημαϊκή λειτουργία, που δεν παύει όμως να αφορά και την κοινωνία. Δεν πηγαίνω σε όλα τα συνέδρια που γίνονται για μένα. Πρόσφατα πήρα μέρος σε ένα συνέδριο στο Εδιμβούργο. Δεν μίλησα. Ακουσα τι λέγαν οι άλλοι για μένα».

- Τι έλεγαν;

«Δεν μπορώ να συνοψίσω ένα συνέδριο που κράτησε τρεις μέρες. Αλλά εκείνο που μπορώ να πω είναι ότι άκουσα ενδιαφέροντα πράγματα για τη δουλειά μου. Νομίζω ότι ο ακαδημαϊκός κόσμος ενδιαφέρεται για τη γλώσσα μου - εννοώ πώς χρησιμοποιώ τη γαλλική γλώσσα στα μυθιστορήματά μου - αλλά και για τις ιδέες μου».

- Τα μυθιστορήματά σας θα μπορούσαν να είχαν γραφεί, ως ιστορίες, σε μιαν άλλη γλώσσα;

«Ναι, αλλά δεν θα ήμουν εγώ εκείνος που θα τα έγραφε σε άλλη γλώσσα. Μπορούμε εύκολα να αλλάξουμε ζωή, χώρα, πόλη κλπ., αλλά δύσκολα να αλλάξουμε τη γλώσσα μέσα στο σύμπαν της οποίας σκεφτόμαστε. Αναγνωρίζω τον εαυτό μου περισσότερο στη γλώσσα μου παρά στη χώρα μου».

- Προτού γίνεται γνωστός συγγραφέας δουλεύατε ως υπάλληλος της γαλλικής Βουλής.

«Εξακολουθώ να είμαι. Δεν έχω παραιτηθεί. Είμαι βέβαια σε διαθεσιμότητα εδώ και πολύ καιρό και σκοπεύω να παραιτηθώ στο τέλος του χρόνου».

- Μπορούμε να πούμε λοιπόν ότι αυτή τη στιγμή είστε κατά το ήμισυ αναρχικός και κατά το ήμισυ δημόσιος υπάλληλος;

«Γιατί το λέτε, δεν ήμουν ποτέ αναρχικός».

- Το λέω με την έννοια του περιπλανωμένου.

«Δεν είμαι εκ φύσεως περιπλανώμενος. Οι περιστάσεις με έχουν κάνει».

ΠΗΓΗ: Λευχείμων και περίτεχνος

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2009

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΔΗΜΗΤΡΑΚΑΚΗ Το θρόισμα του μεγάλου δρυγιά


ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΔΗΜΗΤΡΑΚΑΚΗ

Το θρόισμα του μεγάλου δρυγιά



Δοκίμια-Ποίηση Εκδόσεις Ιωλκός

175 σελίδες



…….Και αφού οι θύελλες είναι αναπόφευκτες και οι δοκιμασίες αναπόφευκτες, δεν υπάρχει άλλη διέξοδος, από το να διαφαίνεται η διαφυγή τους. Και αναγκαστικά, όπως ανασαίνουμε και όπως βαδίζουμε, θα αντιστεκόμαστε σε όλα τα επερχόμενα, όπως οι φυλλωσιές ενός δυνατού και αειθαλές δένδρου. Γιατί δεν υπάρχει καμία άλλη επιλογή, παρά μονάχα να ελπίζουμε. Και γιατί όταν ένα δοκιμαζόμενο δένδρο κρατιέται στις θύελλες, δεν κρατιέται μόνο για τον εαυτό του, αλλά σαν επιδίωξη μιας κληρονομιάς, που αφορά ολόκληρη την ανθρωπότητα…….

Τρίτη 24 Μαρτίου 2009

Λευτέρης Πούλιος


Λευτέρης Πούλιος
«Δεν υπάρχει τίποτα που να έχει απομείνει γερό. Και προσκυνούμε το αδειανό, το τιποτένιο...»


EIKONOΓPAΦHΣH: Τιτίνα Χαλματζή

Της Αννας Γριμάνη

H ελληνικότητα είναι αίσθημα ή συνείδηση;

Εξαρτάται. Οσον αφορά εμένα, είναι και αίσθημα και συνείδηση. Η συνειδητότητα του ελληνισμού σε κάνει να δρας με σθένος. Ως στάση ζωής, όμως, η ελληνικότητα προϋποθέτει αγώνα για να γνωρίσει κανείς τον εαυτό του. Και απορρέει από αυτό που λέμε συνείδηση. Το αίσθημα μυρίζει ρομαντισμό και μεγαλοποιεί τις λέξεις «πατρίδα», «θρησκεία», «ένδοξο παρελθόν». Τρεφόμαστε, δηλαδή, με τα ρόδα της αυταπάτης. Εγώ αισθάνομαι λιγότερο Ελληνας και περισσότερο πολίτης του κόσμου. Πατρίδα μου είναι ο άνθρωπος.

Τι πιο μικρό ελληνικό αγάπησα.

Τα μουρμούρικα τραγούδια και τη μυρωδιά του δέντρου λουίζα.

Η υπέροχη εκδοχή του Ελληνα.

Δεν βλέπω καμία. Παρά μόνο την υπεραισιόδοξη πλευρά τού τίποτα. Η προσφορά των Ελλήνων στον πολιτισμό είναι τεράστια - αυτό είναι γνωστό. Με τον χριστιανισμό όμως και την τουρκοκρατία, χάσαμε βαθμηδόν την ταυτότητά μας και η «υπέροχη εκδοχή του Ελληνα» έγινε μια καρικατούρα σαν τον πρωταγωνιστή του θεάτρου σκιών.

Αυτό που με χαλάει.

Σχεδόν όλα με χαλάνε στην Ελλάδα. Και κυρίως που δεν υπάρχει αξιοκρατία και βασιλεύει ο ατομικισμός και ο φιλοτομαρισμός. Mε χαλάει που η ευγενής γλώσσα μας δεν έχει τίποτα πια να πει και μόνο γελοιότητες γεμίζουν τον ουρανό της τέχνης. Δεν υπάρχει τίποτα που να έχει απομείνει γερό. Και προσκυνούμε το αδειανό, το τιποτένιο, το ηλίθιο.

Προσόν ή μειονέκτημα να είσαι Ελληνας σήμερα;

Δεν είναι ούτε προσόν ούτε μειονέκτημα η εθνικότητα των ανθρώπων. Εμείς όμως ως Ελληνες, εάν διδαχθούμε σωστά από την Ιστορία μας, θα μπορούσαμε να το κάνουμε προτέρημα.

Παράγει πολιτισμό ο Ελληνας της νέας εποχής ή μένει προσκολλημένος σε μια ρητορική ελληνικότητα;

Δυστυχώς, δεν έχουμε πρωτότυπες ιδέες. Σπανίζουν οι δημιουργοί και επικρατεί χάος. Στον σύγχρονο κόσμο είμαστε ουραγοί. Η Ελλάδα δεν μπορεί πια να προσφέρει στην οικουμένη πολιτισμό, γιατί έχει χάσει τις πηγές απ' όπου οι ξένοι αντλούν άμεσα.

Με ποια ταυτότητα οι Ελληνες περιέρχονται στον σύγχρονο κόσμο;

Με την ταυτότητα του Δυτικο-ανατολίτη. Αυτό μπορούμε να το δούμε στον τρόπο που διασκεδάζουμε, στις κοινωνικές σχέσεις και στη συμπεριφορά μας γενικότερα.

Το ελληνικό μου «γιατί» κι ένα «πρέπει» που πέταξα.

Γιατί εμείς οι Ελληνες είμαστε αδερφοκτόνοι; Και το «πρέπει» που πέταξα είναι η ελληνορθόδοξη χριστιανική πίστη.

Ο Ελληνας ποιητής μου.

Μου είναι δύσκολο να διαλέξω μεταξύ του Κορνάρου, του Κάλβου και του Καβάφη. Τους θεωρώ και τους τρεις το ίδιο σημαντικούς.

Η αδιαπραγμάτευτη ελληνική αλήθεια μου.

Ο ελληνικός χώρος ήταν πάντα στην Ελλάδα διαπραγματεύσιμος. Το μόνο αδιαπραγμάτευτο είναι η ελληνική γλώσσα.

Η οδός των Ελλήνων στον παγκόσμιο χάρτη - ορίστε την.

Η οδός του δυτικού πολιτισμού.

* Ο Λευτέρης Πούλιος είναι ποιητής. Πρόσφατο βιβλίο του «Η κρυφή συλλογή» (εκδόσεις Κέδρος), με ζωγραφική του Χρόνη Μπότσογλου


ΠΗΓΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2009

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ - Δημήτρης Μπουραντάς


Ενα αουτσάιντερ της λογοτεχνίας
Καθηγητής Μάνατζμεντ στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο ο Δημήτρης Μπουραντάς αναδείχθηκε με το πρώτο του μυθιστόρημα πρωταθλητής των πωλήσεων

της μαιρης παπαγιαννιδου | Κυριακή 22 Μαρτίου 2009


Είναι καθηγητής Μάνατζμεντ στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, με διεθνή αναγνώριση, έχει εργαστεί ως στέλεχος, σύμβουλος και εκπαιδευτής για μεγάλο αριθμό ελληνικών και πολυεθνικών επιχειρήσεων, εξειδικεύεται στην ανάπτυξη ηγετικών στελεχών και ομάδων, στη διοίκηση των αλλαγών, στη διοίκηση της εταιρικής κουλτούρας και στη στρατηγική ευθυγράμμιση επιχειρήσεων και οργανισμών. Δεν αποφάσισε ξαφνικά να δρέψει λογοτεχνικές δάφνες ο κ. Δημήτρης Μπουραντάς. Αλλά ήθελε να γράψει μυθιστόρημα. Θεώρησε ότι το είχαμε ανάγκη εμείς. Το «Ολα σου τα ΄μαθα, μα ξέχασα μια λέξη» παραμένει πεισματικά καρφωμένο για δεύτερη χρονιά στην κορυφή των ευπωλήτων της χώρας. Πώς το κατάφερε αυτό; Τα αδιέξοδα και οι ενοχές ενός φτασμένου καθηγητή Πανεπιστημίου και ο νευρικός κλονισμός της αγαπημένης του μαθήτριας είναι τόσο ελκυστικά σαν θέμα; Τον συναντήσαμε σε κεντρικό καφέ της Αθήνας και του ζητήσαμε να μας εξηγήσει το φαινόμενο.

- Τα πρώτα σημάδια έρωτα εμφανίζονται στη σελίδα 227.Και όμως,το βιβλίο έγινε μπεστ σέλερ.Είναι σημάδι των καιρών; «Αυτό ήταν μεγάλη έκπληξη και για μένα. Είναι ένα βιβλίο με συμπυκνωμένες έννοιες, αρκετά διδακτικό, σε βάζει να σκεφτείς. Δεν έχει μέσα καθόλου σεξ, στο τέλος μάλιστα έχει ένα πολιτικό κείμενο. Και είναι από μια άποψη σκληρό αφού μιλάει για το Πολυτεχνείο, τους καθηγητές, τους συνδικαλιστές, δεν αφήνει κανέναν απέξω, δεν λαϊκίζει».

- Είστε εκπαιδευτής ηγετών.Πώς αποφασίσατε να απευθυνθείτε τώρα σε όλους; «Είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε πολύ σημαντικές επιλογές στη ζωή μας σε μια ηλικία που δεν έχουμε τη γνώση. Ταυτόχρονα οι γονείς και οι δάσκαλοί μας επίσης δεν έχουν τη γνώση για να μας προσφέρουν αυτό που λέμε μέντορινγκ/ κηδεμονία, οπότε σκέφτηκα να γράψω ένα μυθιστόρημα σχετικό. Αρχικά έλεγα ότι το target group, η ομάδα στην οποία απευθύνεται το βιβλίο, θα είναι από 17 ως 30 χρόνων. Τελικά έχει διαβαστεί από παιδιά 14 χρόνων ως και ανθρώπους 86 χρόνων. Ενα συγκινητικό μήνυμα πήρα προχθές από μια καθηγήτρια στα φροντιστήρια επί 10 χρόνια: πήγε και διάβασε στην πρώτη τάξη δυο τρεις σελίδες από το βιβλίο και τα παιδιά είχαν χαζέψει. Κάποιο κορίτσι άρχισε να κλαίει. Στην άλλη τάξη μια δεύτερη άρχισε να κλαίει περισσότερο από την πρώτη. Εκεί, γράφει, άρχισα να κλαίω κι εγώ. Είναι απίστευτο το τι υπάρχει πίσω από τις πωλήσεις... Δεν ξέρω αν άλλοι συγγραφείς είναι έτσι ή αν με άλλα βιβλία γίνεται το ίδιο, αλλά το πό σος κόσμος θέλει να με συναντήσει, πόσοι άντρες- άσε τις γυναίκες- μου έχουν πει ότι κλάψανε, είναι απίστευτο. Δεν το περίμενα ποτέ».

- Ισως ο κόσμος αναζητεί κάπου τη λύση των προβλημάτων του.Το βιβλίο σας δίνει λύση;

«Δεν ξέρω αν δίνει λύση. Εγώ πιστεύω ότι ο κόσμος, όπως είμαστε σήμερα, έχει ανάγκη από έναν διαφορετικό λόγο ακόμη και στο μυθιστόρημα. Το μυθιστόρημά μου έχει το εξής χαρακτηριστικό: δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό, αλλά είναι διαφορετικό. Ολα τα άλλα μπορεί να είναι καλύτερα λογοτεχνικά, αλλά είναι όλα στο ίδιο μοτίβο. Αυτό έχει ένα διαφορετικό περιεχόμενο. Παλιά λέγαμε “πάνε μπροστά οι άνθρωποι που κάνουν τα πράγματα σωστά”, τώρα λέμε “πάνε μπροστά οι άνθρωποι που κάνουν τα πράγματα διαφορετικά”. Αλλά το πιο σημαντικό, όπως καταλαβαίνω από τα χιλιάδες mail που λαμβάνω, είναι ότι έχει συγκινήσει η ουσία των εννοιών, των αρχών, των διδαγμάτων που έχει μέσα, και όχι η μυθιστορία ή το λογοτεχνικό του κομμάτι».

- Γίνατε στα μάτια μας το ζωντανό παράδειγμα της θεωρίας σας,ο άνθρωπος που θέτει στόχους και τους πετυχαίνει.Εφαρμόζεται το μάνατζμεντ και στη λογοτεχνία;

«Κατ΄ αρχάς καμιά στιγμή δεν πέρασε από το μυαλό μου ότι θέλω να κάνω ένα μπεστ σέλερ. Ο στόχος να περάσω κάποια μηνύματα μέσα από ένα μυθιστόρημα προέκυψε από μια αίσθηση αποστολής. Σκέφτεται κανείς: Γιατί δουλεύω; Για να βγάλω λεφτά να ζήσω. Πέραν αυτού όμως, οφείλω να εκπαιδεύω όχι μόνο τους φοιτητές που πληρώνουν ή τον κόσμο στις επιχειρήσεις όπου πηγαίνω και με αμείβουν με έναν σκασμό λεφτά. Ως καθηγητής έχω μια ευρύτερη κοινωνική αποστολή, που είναι να βάλω εσένα σε μια καλύτερη κοινωνία. Οχι ανιδιοτελώς. Ιδιοτελώς. Είτε γιατί έχω μια ανάγκη ολοκλήρωσης, είτε γιατί έχω παιδιά και θέλω να ζήσουν σε μια καλύτερη κοινωνία. Και ενώ είχα σκεφτεί να γράψω ένα δοκίμιο με εκλαϊκευμένες κάποιες έννοιες, αυτό δεν μου έλεγε κάτι. Είχα φτάσει σχεδόν σε κατάθλιψη και τελικά ήταν μια άσκηση αυτοψυχοθεραπείας το να γράψω αυτό το βιβλίο».

- Αν όμως δεν το αγόραζε ο κόσμος,δεν θα περνούσε το μήνυμα.Σε ποιο στάδιο σας ήρθε η αναλαμπή για τον τίτλο;

«Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Ενας λογοτέχνης πρέπει να βγει έξω από τα στερεότυπα. Ερχομαι πάλι στο μάνατζμεντ, όπου λέμε “να σκεφτόμαστε έξω απ΄ το κουτί”- “think out of the box”. Εγώ έκανα συνειδητή προσπάθεια με τη γυναίκα μου και με τους φίλους μου. Τους έλεγα “θέλω έναν τίτλο out of the box”. Ενα βράδυ που ήμασταν με παρέα και σκεφτόμουν παλιά τραγούδια του Κώστα Χατζή, μου ήρθε στο μυαλό ένα τραγούδι του που είχε μέσα τον στίχο “Ολα σου τα ΄μαθα, μα ξέχασα μια λέξη”. Μόλις μου ήρθε, λέω, αφήστε τα όλα. Αυτός θα είναι ο τίτλος. Είναι υπαινικτικός και περνάει το μήνυμα ότι υπάρχει κάτι διδακτικό στο βιβλίο. Και κάτι ερωτικό ίσως. Αλλά επειδή κανείς δάσκαλος δεν τα ξέρει όλα, το υποδηλώνει με το “ξέχασα μια λέξη”. Μπορεί να πει κανείς ότι κάποια στοιχεία του μάνατζμεντ εφαρμόζονται στη λογοτεχνία. Το μάνατζμεντ σου δίνει εργαλεία για το πώς να γίνεις πιο αποτελεσματικός στον οργανισμό, στο υπουργείο, στο νοσοκομείο, στο πανεπιστήμιο και στην προσωπική σου ζωή. Αρα, γιατί να μη βοηθήσει και τον λογοτέχνη;». - Επαιξε ρόλο η οικονομική κρίση στο να γίνει το βιβλίο σας ακόμη πιο επίκαιρο τώρα;

«Το βιβλίο είχε πάει ψηλά μήνες πριν από την οικονομική κρίση. Γιατί; Αυτό που λέω εγώ είναι το εξής: Η κρίση δεν ήταν ζήτημα καπιταλιστικού συστήματος και μηχανισμών, ήταν ζήτημα κυρίως αξιών και ηγετών. Εχουμε βέβαια τους μηχανισμούς ελέγχου, τις νομοθεσίες, τα χρηματιστήρια, αλλά κάποιοι άνθρωποι είναι από πίσω, σε εθνικό ή σε διεθνές επίπεδο, στον ιδιωτικό ή στον δημόσιο τομέα. Αυτοί οι άνθρωποι δεν εκτίμησαν καταστάσεις, δεν έπραξαν ανάλογα. Μπορούσαν να το κάνουν, αλλά το αμέλησαν. Από τη στιγμή που το βιβλίο εμπεριέχει- βαρετά ίσως και επαναλαμβανόμενα- κάποιες αξίες, γίνεται σαφέστατα επίκαιρο πλέον». - Πώς αντέδρασε ο επιχειρηματικός κόσμος σε αυτή την απρόβλεπτη επιτυχία σας με ένα μυθιστόρημα;

«Είχα βγάλει ένα βιβλίο πριν από τέσσερα χρόνια με τίτλο “Ηγεσία” και πήγε εξαιρετικά καλά σαν εξειδικευμένο βιβλίο. Λοιπόν, δεν είχε πάρει ούτε ένας επιχειρηματίας τηλέφωνο να μου πει “Μπουραντά, διάβασα το βιβλίο σου, θέλω να σε γνωρίσω”. Με αυτό το μυθιστόρημα, και μόνο μετά τα Χριστούγεννα, με έχουν πάρει έξιεπτά επιχειρηματίες και μου ΄χουν κάνει το γεύμα γιατί διάβασαν το βιβλίο και ήθελαν να με γνωρίσουν. Βλέπουν κι εκείνοι ότι αυτό το σύστημα, έτσι όπως είναι, δεν θα εξασφαλίσει τα εγγόνια τους και τα δισέγγονά τους. Από το μυθιστόρημα κατάλαβα ότι οι ιδέες μου έχουν αγγίξει κόσμο. Αρα, τι συμπέρασμα βγαίνει; Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που συζητάνε όπως εμείς τώρα, αλλά δεν έχει βρεθεί μια συγκολλητική ουσία για να τους κάνει μια κρίσιμη μάζα που να έχει επίδραση στην κοινωνία. Το θέμα είναι να κάνεις έναν θεσμό όχι πολιτικό, αλλά να παρέμβεις στην κουλτούρα, στις αξίες. Αυτό είναι που προτείνω σαν ιδέα στο τέλος του βιβλίου».

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΗΓΗ: ΤΟ ΒΗΜΑ

Σάββατο 21 Μαρτίου 2009

Οι έλληνες συγγραφείς τού αύριο






Οι έλληνες συγγραφείς τού αύριο
Είναι μεταξύ 30 και 40 ετών, αποτελούν τις ελπίδες της λογοτεχνίας μας και γράφουν για την ελληνική πραγματικότητα με διάθεση κριτική και απαισιόδοξη

της λωρης κεζα | Κυριακή 15 Μαρτίου 2009

ΕΥΘΥΒΟΛΕΣ ματιές στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα από πέντε νέους συγγραφείς που βρίσκονται στα πρώτα τους βήματα- όχι απαραίτητα στο πρώτο βιβλίο. Εχει ενδιαφέρον μια μάλλον επικριτική στάση απέναντι σε αυτό που ζούμε, αλλά από βιβλίο σε βιβλίο διαφέρει ο χειρισμός. Αλλού επικρατεί το χιούμορ, κάπου θλίψη, η νοσταλγία, ο θυμός. Οι ήρωες των βιβλίων που παρουσιάζουμε σήμερα έρχονται αντιμέτωποι με τον εαυτό τους, την οικογένεια και έναν γενικευμένο παραλογισμό. Καθένας με τα δικά του λογοτεχνικά εργαλεία, από την απλή γραμμική αφήγηση ως το περίτεχνο κολάζ. Κάθε συγγραφέας δίνει τη δική του διάσταση για μια πραγματικότητα μάλλον απογοητευτική.

Πρόκειται για συγγραφείς με αφηγηματική δεινότητα και πιθανότατα θα μας απασχολήσουν και στο μέλλον- για πολλούς και διαφορετικούς λόγους.


Κάλλια Παπαδάκη: Ο ήχος του ακάλυπτου. Εξι κοινόχρηστες ιστορίες (Εκδόσεις Πόλις)

Διάφοροι ήρωες, ετερόκλητοι μεταξύ τους, εμφανίζονται στις σελίδες του ίδιου βιβλίου για να πρωταγωνιστήσουν σε ιστορίες εντελώς άσχετες. Θα μπορούσε να είναι μια απλή συλλογή με έξι εκτενή διηγήματα, τα πρόσωπα όμως μπαίνουν το ένα στην ιστορία του άλλου, χωρίς να έχουν τόση σχέση ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι μυθιστόρημα. Η αφήγηση περιλαμβάνει καταστάσεις που θα μπορούσαν να συμβούν, όπως η κατά λάθος απαγωγή ενός τυφλού από μαφιόζους που δρουν στο κέντρο της Αθήνας. Μια λογίστρια με βαρετή ζωή αποδεικνύεται ότι έχει ταραχώδες παρελθόν, ενώ κάποιος ματαιωμένος συγγραφέας γίνεται εγκληματίας.Ενας πρώην αστυνομικός παροτρύνει ανθρώπους στο νοσοκομείο να διεκδικήσουν αποζημιώσεις για ιατρικά λάθη που δεν έγιναν. Αυτό που συνδέει τα πρόσωπα μεταξύ τους είναι ότι μοιράζονται τον ίδιο ακάλυπτο και μαζί με τον ακάλυπτο μια Ελλάδα όπου καθένας μπορεί να κάνει ό,τι του περάσει από το μυαλό ατιμώρητος.

Η Κάλλια Παπαδάκη γεννήθηκε το 1978. Σπούδασε Οικονομικά στις ΗΠΑ, στο Βard College και στο Πανεπιστήμιο Βrandeis.




*****************************

Ελενα Μαρούτσου: Μεταξύ συρμού και αποβάθρας (Εκδόσεις Καστανιώτη)

Ενα μυθιστόρημα γραμμένο με την τεχνική του κολάζ, με παράταιρα υλικά. Συνεκτικός ιστός της αφήγησης είναι οι πίνακες του Ρενέ Μαγκρίτ, οι οποίοι όχι μόνο περιγράφονται αλλά παίζουν ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας. Είναι σαν να υπάρχει ένας καμβάς επάνω στον οποίο έχουν επικολληθεί μικρές αυτόνομες ιστορίες, στιγμιότυπα, ζωγραφιές, ποιήματα, σκέψεις. Η κεντρική ηρωίδα είναι μια σύγχρονη Αθηναία που αναφέρεται σε τρεις άνδρες της ζωής της. Ο πρώτος, από το παρελθόν, αντιπροσωπεύει την απώλεια και την παιδική αθωότητα. Οι άλλοι δύο ανήκουν στο μυθιστορηματικό παρόν της ηρωίδας. Ενώ όμως ο ένας επικοινωνεί, έστω και με τον δικό του νευρωτικό τρόπο, με το πνευματικό και ενήλικο κομμάτι της ηρωίδας, ο δεύτερος αποκτά πρόσβαση μέσω της σεξουαλικότητας στο πιο σκοτεινό και ευάλωτο κομμάτι της, πατάει επάνω σε μυστικά και πληγές της παιδικής της ηλικίας προκαλώντας τεράστιο πόνο αλλά και απελευθερώνοντας τις δημιουργικές πλευρές της.

Η Ελενα Μαρούτσου γεννήθηκε το 1967. Σπούδασε Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακά στη Λογοτεχνία και στις Εικαστικές Τέχνες στο Πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ. Εχει ασχοληθεί με τη φωτογραφία και το κολάζ.



*****************************

Βαγγέλης Μπέκας: 13ο υπόγειο (Εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος)

Ενα εμπορικό κέντρο που απλώνεται παντού στην πόλη, καταλαμβάνοντας διαρκώς νέα οικοδομικά τετράγωνα, βρίσκεται στο επίκεντρο αυτού του βιβλίου κοινωνικής φαντασίας. Η επιχείρηση ψάχνει για υπαλλήλους που θα ταυτιστούν μαζί της και μάλιστα συντάσσει ένα καταστατικό εργασίας σύμφωνα με το οποίο όλοι αναφέρονται στα εταιρικά δικαστήρια και υπακούουν στους κανόνες λειτουργίας του καταστήματος. Στα θεμέλια του Νew Βios, όπως ονομάζεται το εμπορικό κέντρο, κρύβεται ένας άλλος κόσμος, τα Τάρταρα. Οι εργαζόμενοι που υποκύπτουν σε παραπτώματα καταδικάζονται και πέφτουν όλο και πιο βαθιά, σε υπόγεια όπου βασιλεύει η ακραία εκμετάλλευση. Η κεντρική ηρωίδα εργάζεται σε ένα υπόγειο κλαμπ του εμπορικού κέντρου και γίνεται μάρτυρας κάθε ανομίας. Εκεί τον νόμο επιβάλλουν οι μπράβοι καθώς δεν επιτρέπεται στην Αστυνομία να κατέλθει. Οσα διαδραματίζονται ανήκουν, υποτίθεται, σε έναν φανταστικό κόσμο, πλην όμως θυμίζουν κατά πολύ τις αρχές της σύγχρονης πραγματικότητας.

Ο Βαγγέλης Μπέκας γεννήθηκε το 1977 και σπούδασε μηχανικός Παραγωγής και Διοίκησης στο Πολυτεχνείο Κρήτης. Εργάζεται στο διαφημιστικό τμήμα τηλεοπτικού σταθμού.




*****************************

Αθηνά Χατζή: Sagrada Familia (Εκδόσεις Ψυχογιός)

Οι περιπέτειες μιας παραδοσιακής ελληνικής οικογένειας σε νησί του Αιγαίου. Η ιστορία που διαρκεί 30 χρόνια έχει αφετηρία τη δεκαετία του ΄60, όταν εξαφανίζεται η δίχρονη κόρη της οικογένειας. Ο πάτερ φαμίλιας επιβάλλει πάντα το δικό του, ενώ η μάνα είναι η γνωστή φιγούρα με το μαύρο μαντίλι και το μόνιμο πένθος. Την ιστορία σηματοδοτούν οι γάμοι, οι γέννες και οι θάνατοι, μέχρι που ξανασμίγουν οι δύο κόρες της οικογένειας στην Αθήνα. Στο επίκεντρο του βιβλίου βρίσκεται, όπως υποδηλώνει και ο μάλλον ειρωνικός τίτλος, η ιερή οικογένεια. «Η οικογένεια ως εκτροφείο θηρίων που βγάζουν νύχια επί τη βάσει της αρχής “ο θάνατός σου, η ζωή μου”. Η οικογένεια ως κύτταρο της κοινωνίας: άρρωστο κύτταρο». Περιγράφονται οι ρόλοι που αναλαμβάνει κάθε μέλος της οικογένειας, όπως του δεύτερου κοριτσιού που νιώθει ότι ήρθε στον κόσμο για να αντικαταστήσει την αδελφή της.

Η Αθηνά Χατζή γεννήθηκε το 1975. Σπούδασε Αρχαιολογία, Ιστορία της Τέχνης και Ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ των ΗΠΑ. Διδάσκει Ανθρωπολογία στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών και Αρχαιολογία στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου.




*****************************


Νίκος Χρυσός: Το μυστικό της τελευταίας σελίδας (Εκδόσεις Καστανιώτη)

Μια λογοτεχνική παρανόηση, στημένη από έναν παλαιοβιβλιοπώλη, καταφέρνει να επιβιώσει για πολλές δεκαετίες στην Αθήνα. Στις τελευταίες σελίδες παλιών βιβλίων ο έμπορος σημειώνει στίχους που τους υπογράφει ως Lost Lo. Ετσι δημιουργείται η εντύπωση και εδραιώνεται η άποψη ότι στη μεταπολεμική Ελλάδα υπήρξε μια ομάδα ποιητών που απαξιώθηκαν από την ιστορία των γραμμάτων. Στο επίκεντρο της αφήγησης βρίσκεται ένας 30χρονος δημοσιογράφος και κριτικός μεγάλου εκδοτικού οργανισμού, ο οποίος ξεκινά μια μεγάλη έρευνα για να βρει τον κύκλο των χαμένων ποιητών. Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο με αφηγητή τον κεντρικό ήρωα, το μυθιστόρημα του Νίκου Χρυσού αναδίδει σε κάθε φράση του τον φετιχισμό του βιβλίου. Ως τίτλοι των κεφαλαίων χρησιμοποιούνται στίχοι από πολλούς ποιητές όπως οι Λαπαθιώτης, Πατρίκιος, Σιμόπουλος και Καψάλης. Στον ήρωα του βιβλίου ανατίθεται η δημοσιογραφική έρευνα με απώτερο στόχο το δημοσιογραφικό συγκρότημα που συνδέεται με εκδοτικό οίκο να εκμεταλλευτεί εμπορικά το παραγνωρισμένο κίνημα.

Ο Νίκος Χρυσός γεννήθηκε το 1972 και έχει σπουδάσει Βιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και σκηνοθεσία στη Σχολή Σταυράκου.



ΠΗΓΗ: ΤΟ ΒΗΜΑ

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2009

Κρατικά Βραβεία 2008




Στον Κώστα Γεωργουσόπουλο απονεμήθηκε το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας

Στον Κώστα Γεωργουσόπουλο, για το σύνολο του έργου του, απονεμήθηκε φέτος το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας του υπουργείου Πολιτισμού. Η τελετή απονομής των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας 2008 πραγματοποιήθηκε την Κυριακή στην αίθουσα «Παρνασσός» -από όπου είχε ξεκινήσει πριν 50 χρόνια ο θεσμός- παρουσία του Αντώνη Σαμαρά.

Το μεγάλο βραβείο λογοτεχνίας, απονεμήθηκε ομόφωνα στον Κώστα Γεωργουσόπουλο για το σύνολο του έργου του (ποιητής, κριτικός θεάτρου, δοκιμιογράφος, μεταφραστής), ενώ το βραβείο περιοδικού δόθηκε εξ ημισείας στα περιοδικά «Νέα Εστία» και «Λέξη».

Τα υπόλοιπα βραβεία απονεμήθηκαν ως εξής:

- Βραβείο ποίησης στην Δήμητρα Χριστοδούλου για το έργο της «Λιμός».

- Βραβείο διηγήματος στην Ευγενία Φακίνου για τις «Φιλοδοξίες κήπου».

- Bραβείο μυθιστορήματος στο Γιώργο Λεονάρδο για το έργο του «Ο τελευταίος Παλαιολόγος».

- Bραβείο δοκιμίου-κριτικής στο Βαγγέλη Αθανασόπουλο για «Το ποιητικό τοπίο του 19ου και 20ου αιώνα».

- Bραβείο χρονικού μαρτυρίας στο Βασίλη Τζανακάρη για τη «Δακρυσμένη Μικρασία 1919-1922:Τα χρόνια που συντάραξαν την Ελλάδα».

- Bραβείο μετάφρασης για έργο ελληνικής λογοτεχνίας σε ξένη γλώσσα στο Ντέϊβιντ Κόνολι για τη μετάφραση της ποιητικής ανθολόγησης από το ποιητικό έργο του Ν. Εγγονόπουλου με τίτλο «Ωραίος σαν Έλληνας».

- Βραβείο μετάφρασης για έργο ξένης λογοτεχνίας στην ελληνική γλώσσα στη Μαρία Παπαδήμα για «Το βιβλίο της ανησυχίας» του Μπερνάρντο Σοάρες (Φερνάντο Πεσσόα).

- Βραβείο παιδικού λογοτεχνικού βιβλίου στην Λίτσα Ψαράφτη για το βιβλίο της «Η σπηλιά της γοργόνας» και στο Βασίλη Παπαθεοδώρου για το βιβλίο του «Χνώτα στο τζάμι».

- Βραβείο εικονογράφησης παιδικού βιβλίου στη Μαρία Μπαχά για το βιβλίο του Χρήστου Μπουλώτη «Όταν η πασχαλίτσα συνάντησε Ελέφαντα» και στη Ζωή Κιτοπούλου για το βιβλίο της Αυγής Παπάκου «Μια φορά και εναν καιρό».

- Βραβείο βιβλίου γνώσεων για παιδιά στη Σοφία Γιαλουράκη για «Τα πορτραίτα του Φαγιόν και η μυστηριώδης μις Τζούλια» και στην Νένα Κοκινάκη για το βιβλίο «Πηνελόπη Δέλτα - η ζωή της σαν παραμύθι».

Στην ομιλία του, κατά την διάρκεια της τελετής, ο υπουργός Πολιτισμού, Αντώνης Σαμαράς, επιφυλάχθηκε να προβεί σε εξαγγελίες για την πολιτική που θα εφαρμόσει στον τομέα του βιβλίου, αλλά αναφέρθηκε στο θεσμό των Κρατικών Βραβείων. Διαπίστωσε «σοβαρά βήματα, που έγιναν τα τελευταία χρόνια» και παράλληλα, την ανάγκη αναβάθμισης του θεσμού, σε πιο «αντιπροσωπευτικό και λιγότερο γραφειοκρατικό».

Ειδικότερα, ο υπουργός αναφέρθηκε στην περίπτωση της ειδικής τιμητικής διάκρισης, φέτος, σε συγγραφέα, «του οποίου το έργο κρίθηκε από όλους άξιο για βράβευση, αλλά κάποια τυπικά κωλύματα γραφειοκρατίας δεν επέτρεπαν στην Επιτροπή να τον βραβεύσει.

»Στόχος μου είναι να μη βρεθούμε ποτέ ξανά στην ανάγκη να δώσουμε 'ειδικό βραβείο', αλλά οι διαδικασίες βράβευσης να μας επιτρέπουν στο εξής να βραβεύουμε κανονικά όσους το αξίζουν», τόνισε ο κ. Σαμαράς.

Ο συγγραφέας στον οποίο αναφέρθηκε ο υπουργός, είναι ο Δημήτρης Μανθόπουλος, συγγραφέας παιδικής ποίησης. Για το συγκεκριμένο συγγραφέα, ο πρόεδρος της Επιτροπής Παιδικού Βιβλίου, Μ. Μερακλής, εκτίμησε «είναι ο καλύτερος, εν ζωή, εκπρόσωπος της ελληνικής ποίησης» και πως «υπήρξε περίπτωση το βιβλίο του να βραβευτεί παμψηφεί, αλλά ο εκδότης του βιβλίου δεν κατέθεσε, ως όφειλε, αντίτυπο στην Εθνική Βιβλιοθήκη».

ΠΗΓΗ: in.gr