Σελίδες

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2009

Πολ Όστερ


Πολ Όστερ

Ο Πολ Όστερ γεννήθηκε το 1947 στο Νιου Τζέρσεϊ και σπούδασε αγγλική, γαλλική και ιταλική λογοτεχνία. Επίσης έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο Κολούμπια. Μετά τις σπουδές του ταξίδεψε για έξι περίπου μήνες με κάποιο δεξαμενόπλοιο και ύστερα πήγε στη Γαλλία, όπου μελέτησε σύγχρονους Γάλλους ποιητές. Στη συνέχεια ταξίδεψε σε διάφορες χώρες κι έκανε διάφορες δουλειές για βιοποριστικούς λόγους. Ξαναγύρισε στην Αμερική το 1974 και κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο 1979. Του είχε απονεμηθεί ο τίτλος του εταίρου από Εθνικό Κληροδότημα των Η.Π.Α. για τις Τέχνες, τόσο για την ποίηση όσο και τον πεζό του λόγο, ενώ το 1990 του απονεμήθηκε το βραβείο Μόρτον Ντάουεν Ζέιμπελ από την Αμερικανική Ακαδημία και το ινστιτούτο Τεχνών και Γραμμάτων. Έγραψε τα σενάρια των ταινιών Καπνός και το Μελανιασμένο Πρόσωπο. Στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Βερολίνου το 1995 η ταινία Καπνός βραβεύτηκε με την Αργυρή ’ρκτο, με το Ειδικό Βραβείο Κριτών, με το Βραβείο Κοινού για την καλύτερη ταινία. Το 1998 έγραψε το σενάριο και σκηνοθέτησε το κινηματογραφικό έργο Η Λουλού πάνω στη γέφυρα. Το έργο του έχει μεταφραστεί σε είκοσι μία γλώσσες. Ζει στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης με τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά του.

ΠΗΓΗ: Σ.Ι ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ Εκδοτικός Οίκος

ΠΟΛ ΟΣΤΕΡ

«Εχω πάρει πολλά ρίσκα στη ζωή μου»

της Πόπης Μουσουράκη

Το να περάσεις μια ολόκληρη ώρα κουβεντιάζοντας με τον Οστερ στο τηλέφωνο είναι ίσως από τις πιο γοητευτικές εμπειρίες. Κι όταν η φωνή, απ' την άλλη μεριά, δικαιώνει απόλυτα την εικόνα ενός σαγηνευτικού συγγραφέα, ζεστή, γενναιόδωρη, φινετσάτη, τότε η εμπειρία γίνεται κάτι παραπάνω από συναρπαστική.

Μοιάζει να κουβαλά στην αύρα του κάτι από τη μαγεία και το μυστήριο των ηρώων του. Η εξορία μέσα στο ίδιο τους το δέρμα, η εναγώνια ψηλάφηση σχεδόν στα τυφλά για το κλειδί που θ' ανοίξει τη μυστική καταπακτή του εγώ, οι πολλαπλοί καθρέπτες της συνείδησης και η υπέρβαση του λογικού για τον τόπο του ασυνείδητου, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά των ηρώων του Οστερ. Κι όμως, όλα αυτά είναι δοσμένα με μια διάφανη, καθαρή γραφή που έχει τη δύναμη να σε μαγνητίζει.

Η αποξένωση του Καμί, η φινετσάτη ειρωνεία του Ναμπόκοβ, η ένταση ενός φτηνού αστυνομικού θρίλερ στους δρόμους του Μπρούκλιν, η απόκοσμη κραυγή του Πόε, όλα αυτά μοιάζουν να διασταυρώνονται μέσα στις αρτηρίες των βιβλίων του, όπου οι ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης έχουν την ίδια νοηματική υπόσταση με τους ανεμόμυλους του Δον Κιχώτη.

Γεννημένος στο Νιου Τζέρσεϊ, σε μια μικροαστική οικογένεια Εβραίων, θα παρατήσει αρκετές φορές τα σίγουρα μονοπάτια για να ψάξει τα κομμάτια της πιο δικής του ταυτότητας, ακόμα και σε συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης.

Ποιητής, συγγραφέας, μεταφραστής και σκηνοθέτης, κάνει τα πρώτα του βήματα στην πρόζα το 1982 με την «Επινόηση της Μοναξιάς», ένα αυτοβιογραφικό δοκίμιο. Για ν' ακολουθήσει η «Τριλογία της Νέας Υόρκης» (1985) που κάνει ακόμα και σήμερα τους μελετητές του έργου του παγκοσμίως να ερίζουν για το κατά πόσον έχει εισαγάγει μια καινούρια σχολή στο συγγραφικό τοπίο.

Πριν γίνει διάσημος ως συγγραφέας ήταν ήδη φημισμένος ως ποιητής και μεταφραστής (από τους βαθύτερους γνώστες του Μαλαρμέ και του Ρεμπό), ασχολία με την οποία κέρδιζε κιόλας τα προς το ζην στα χρόνια της εξουθενωτικής πορείας του μέσα στη φτώχεια. Στην Ελλάδα τα βιβλία του κυκλοφορύν από τις εκδόσεις «Ζαχαρόπουλος».

- Πολύ πρόσφατα είχατε ξανά μια παρουσίαση των ποιημάτων σας. Είναι μια ένδειξη ότι νιώθετε την ανάγκη να ξαναγράψετε ποίηση;

«Οχι, δυστυχώς δεν έχω ξαναγράψει ποίημα εδώ και 25 χρόνια, αν μπορείτε να το πιστέψετε. Η παρουσίαση αφορούσε τα παλιά μου ποιήματα με την ευκαιρία της συγκεντρωτικής τους έκδοσης. Ομως ήταν περισσότερο σαν μουσικό γεγονός, αφού κάποιοι γνωστοί συνθέτες αποφάσισαν να φτιάξουν τραγούδια βασισμένα σ' αυτά τα ποιήματα. Κάτι που το βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον».

- Πώς αποφασίσατε να στραφείτε από την ποίηση στην πρόζα;

«Στ' αλήθεια δεν ήταν επιλογή μου. Εγραφα ποιήματα για χρόνια και χρόνια κι απλά ήρθε κάποια στιγμή που δεν μπορούσα να το κάνω πια. Ηρθε μια στιγμή που κόλλησα. Πέρασαν πολλοί μήνες για να ξαναγράψω. Κι όταν άρχισα πια να ξαναγράφω, ήταν πρόζα. Εχω μια πρώτη ζωή σαν ποιητής και μια δεύτερη ζωή σαν συγγραφέας (γελάει). Αν και ο τρόπος σκέψης μου δεν έχει αλλάξει, εξακολουθώ να θεωρώ αυτά τα ποιήματα σαν το θεμέλιο όλης μου της δουλειάς, απλά δεν μπορούσα πια να το κάνω».

- Στο πρώτο σας βιβλίο στην «Επινόηση της Μοναξιάς», είναι σχεδόν χειροπιαστός ο πόνος σας πάνω στην προσπάθεια ν' ανακαλύψετε τα ερωτηματικά στη σχέση με τον πατέρα σας. Και αυτό το ερωτηματικό συνεχίζει επώδυνα και σε πολλά άλλα σας βιβλία, από το «Γυάλινη Πόλη» και το «Παλάτι του Φεγγαριού» μέχρι το πρόσφατο «Book of Illusions». Κυριαρχεί σε όλα το μοτίβο τού ν' ανακαλύψετε τα ίχνη ενός ηλικιωμένου άντρα. Είναι μια σχέση που σας στοιχειώνει ακόμα;

«Φαίνεται πως ακόμα κι αν δεν το συνειδητοποιώ απόλυτα, περνάει σ' ένα ασυνείδητο επίπεδο μέσα στα βιβλία μου. Ναι, ήταν μια απουσία που με σημάδεψε. Ο πατέρας μου ήταν πολύ περίεργος άνθρωπος, ανεξιχνίαστος, έκλεινε με τον τρόπο του τις πόρτες για κάθε μορφής ουσιαστική επικοινωνία. Ηταν απομονωμένος στον κόσμο του. Εψαξα πολύ να βρω τις αφορμές, αλλά δεν τα κατάφερα. Ανακάλυψα πόσο δύσκολο είναι να ισχυριστείς ότι ξέρεις πραγματικά κάτι για κάποιον άλλο. Το τρομερά παράδοξο είναι πως όταν πέθανε, εγώ περνούσα τη χειρότερη περίοδο της ζωής μου, είχα ένα μωρό παιδί κι ήμουνα σε φρικτή ανέχεια. Μια μικρή κληρονομιά που μου άφησε, έσωσε κυριολεκτικά τη ζωή μου εκείνη τη στιγμή. Αλλά δεν κατάφερα να λύσω αυτό το μυστήριο που αφορούσε τη σχέση μας. Οσο έγραφα γι' αυτό, ήταν μια μορφή παρηγοριάς και μαλάκωνε όλη αυτή τη συναισθηματική πίεση. Αλλά μόλις τέλειωσα ανακάλυψα ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει».

- Τώρα που έχετε κι εσείς με τη σειρά σας μεγάλα παιδιά, νιώθετε λίγο πιο κοντά στις απαντήσεις που ψάχνατε τότε;

«Οχι, γιατί η δική μου ζωή στο ρόλο του πατέρα είναι πολύ διαφορετική από τη δική του. Δεν ήταν ότι δεν τον αγαπούσα ή ότι εκείνος δεν ενδιαφερόταν για μένα. Αλλά ήταν τόσο κλειστός, ένα πρόσωπο που ήταν σχεδόν αδύνατο να συνδεθείς μαζί του. Ζούσα με την λαχτάρα πως, όταν θα μεγάλωνε περισσότερο, ίσως να καταφέρναμε να επικοινωνήσουμε, ίσως να μπορούσα να του μιλήσω, αλλά πέθανε ξαφνικά απ' τη μια στιγμή στην άλλη. Η "Επινόηση της Μοναξιάς" ήταν αυτός ο διάλογος που τόσο απεγνωσμένα περίμενα, το 'γραψα κατευθείαν μετά το θάνατό του».

- Ποια είναι η σχέση σας με τον αφηγητή στα βιβλία σας; Ειδικά στα βιβλία σας μοιάζει να έχει ένα ξεχωριστό βάρος και συμβολισμό, σαν ένας γρίφος που κωδικοποιεί το αίνιγμα της ταυτότητας. Για παράδειγμα στην «Γυάλινη Πόλη» εμφανίζεται ο ίδιος ο Οστερ σαν ένας απ' τους ήρωες του βιβλίου.

«Δεν είμαι αυτοβιογραφικός συγγραφέας, καθόλου θα έλεγα. Με εξαίρεση την "Επινόηση της Μοναξιάς" και ένα δοκίμιο, το "Hand to Mouth" ("Το Χρονικό μιας Πρώιμης Αποτυχίας") που μιλώ για τη ζωή μου. Πότε πότε χρησιμοποιώ κάποια στοιχεία από τη ζωή μου, αλλά στην πραγματικότητα δεν γράφω για μένα. Για παράδειγμα, στο τελευταίο μου βιβλίο, το "Oracle Night", ο ήρωας δεν έχει την παραμικρή σχέση με μένα. Στη "Γυάλινη Πόλη" βρήκα ενδιαφέρουσα και διασκεδαστική την ιδέα να φέρω το όνομα που είναι γραμμένο στο εξώφυλλο και μέσα στην πλοκή του βιβλίου. Αλλά υπάρχει αυτό το παράξενο συναίσθημα, ιδιαίτερα όταν γράφεις σε πρώτο πρόσωπο, που είναι σα να μπαίνεις μέσα στο πετσί κάποιου ρόλου. Γίνεσαι κάποιος άλλος. Κατοικείς μέσα σ' εκείνο το φανταστικό πρόσωπο και προσπαθείς να του δώσεις ζωή. Πιστεύω ότι είναι από τις πιο συναρπαστικές σχέσεις που μπορεί να υπάρχουν».

- Ομως ένας ηθοποιός για να είναι σπουδαίος χρειάζεται να γυμνώσει την αλήθεια του μέχρι το κόκαλο.

«Είναι ακριβώς έτσι, οπότε αυτό το "φάντασμα" χρειάζεται ν' ακουμπήσει το μεδούλι της αλήθειας σου για να μπορέσει να πάρει ζωή. Πολλές φορές φτάνει σε τέτοια βάθη που εσύ ο ίδιος συνειδητά δεν θα το κατόρθωνες».

- Ακριβώς γι' αυτό το τελευταίο σας βιβλίο, το «Oracle Night», με τρομοκράτησε με μια έννοια. Άλλωστε το όνομα του ήρωα, Trause, είναι φανερά αναγραμματισμός του Auster.

«Και οι δύο ήρωες του βιβλίου έχουν στοιχεία από μένα, αλλά κανείς από τους δύο δεν είναι εγώ. Αναρωτιέμαι αυτή τη στιγμή γιατί τοποθέτησα το βιβλίο στο 1982, και η απάντηση είναι πως ήταν μια χρονιά με τεράστια σημασία για μένα. Τότε είχα εκδόσει το πρώτο μου βιβλίο πρόζας κι ήταν ακόμα η χρονιά που παντρευτήκαμε με την Σίρι. Οπότε είχα ισχυρούς συναισθηματικούς λόγους να γυρίσω πίσω σ' αυτή τη χρονολογία».

- Πείτε μου γι' αυτά τα «τετράδια» που εμφανίζονται ξανά και ξανά στα βιβλία σας. Μοιάζουν να έχουν ένα σχεδόν μαγικό ρόλο. Σα να είναι αυτά που διαλέγουν τον συγγραφέα, ή που υπαγορεύουν την πλοκή.

«Πάντα γράφω στο χέρι και πάντα σ' αυτού του είδους τα τετράδια, οπότε έχω ένα ισχυρό δέσιμο μαζί τους. Βέβαια, στο τελευταίο μου βιβλίο, το "Oracle Night", το τετράδιο έχει γίνει σχεδόν ένας ζωντανός χαρακτήρας και μάλλον ο πρωταγωνιστής. (γελάει). Αλλά είναι αλήθεια ότι εμφανίζονται σε πολλά βιβλία μου μ' έναν ιδιαίτερο ρόλο. Το ότι δέχονται την πρώτη ακατέργαστη μορφή της σκέψης μου, την πιο ατόφια, τα κατατάσσει για μένα σ' ένα μικρό δικό τους χωριστό σύμπαν».

- Οι περισσότεροι απ' τους ήρωές σας μοιάζουν να 'χουν την ιερή τρέλα ενός χαρτοπαίκτη, να είναι έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να παίξουν τα πάντα σε μια ζαριά. Κουβαλάτε κι ο ίδιος σαν χαρακτήρας αυτή την συναισθηματική υπερβολή, την ίδια αγάπη για το ρίσκο ή την περιπέτεια;

«Ναι, έχω πάρει πολλά ρίσκα στη ζωή μου και ακολούθησα πολλές φορές τυφλά την πιο δική μου φωνή. Ομως νομίζω πως είναι σημαντικό να μη συγχέεται ο συγγραφέας με τα βιβλία του. Τα βιβλία μπορεί να καθρεφτίζουν μια μορφή εσωτερικής ζωής, όμως δεν μοιάζω με κανέναν απ' τους χαρακτήρες μου. Ο καθένας κουβαλάει κάτι από μένα, αλλά κανείς δεν είναι απόλυτα σαν εμένα. Ομως, στο "Χρονικό μιας Πρώιμης Αποτυχίας", που είναι αυτοβιογραφικό, είμαι πράγματι εγώ, τουλάχιστον στα νιάτα μου: λίγο τρελός, πολύ ξεροκέφαλος, αρκετά ανόητος, αφού ήμουν ανίκανος να στηρίξω τον εαυτό μου μ' οποιοδήποτε έξυπνο τρόπο, αλλά και τρομερά παθιασμένος με το να γίνω συγγραφέας. Αυτή ήταν και η μοναδική φορά, σ' αυτό το βιβλίο, που έχω εκθέσει ανοιχτά τον εαυτό μου».

- Μοιάζει να βρίσκετε διασκεδαστικό το παιγνίδι με τα ονόματα των ηρώων σας. Το καθένα μοιάζει να κλείνει το μάτι στον αναγνώστη για να ανακαλύψει τους συνειρμούς πίσω του, όπως για παράδειγμα ο Φάνσοου, που είναι μια αναφορά στον Χόθορν ή ο Γουίλιαμ Γουίλσον, μια αναφορά στον Πόε. Είναι μια ηθελημένη τομή στα στοιχεία που απαρτίζουν μια ταυτότητα;

«Ο τρόπος που γράφω είναι τόσο ενστικτώδης, σχεδόν "οργανικός" θα 'λεγα, που είναι αδύνατον να εξηγήσω μέσα σε λογικά πλαίσια γιατί κάνω κάτι ή να αναλύσω τη διαδικασία μ' οποιοδήποτε κατανοητό τρόπο. Ο Φάνσοου (Fanshawe) για παράδειγμα σημαίνει πολλά για μένα. Ηταν το πρώτο βιβλίο του Χόθορν, το έγραψε πολύ νέος, αλλά μετά την κυκλοφορία του άλλαξε γνώμη κι έψαχνε να βρει όλα τα αντίτυπα του βιβλίου για να τα καταστρέψει. Ισως αυτό το αντικρουόμενο πάθος ενός συγγραφέα, που καθρεφτίζεται σ' αυτό το όνομα, να με μάγεψε τόσο πολύ. Για μένα ο Φάνσοου έγινε το έμβλημα του συγγραφέα που στρέφεται κατά του εαυτού του. Το ίδιο στενά δεμένος είμαι και με τα υπόλοιπα ονόματα. Το καθένα έχει σημαδέψει τη ζωή μου με κάποιο τρόπο».

- Ο ατζέντης σας μου είπε ότι μόλις τελειώσατε το χειρόγραφο του επόμενου βιβλίου σας. Για τι πρόκειται αυτή τη φορά, θέλετε να μας μιλήσετε λίγο γι' αυτό;

«Ναι, μόλις πριν από δύο μέρες ακριβώς το τέλειωσα! Ο τίτλος είναι "The Brooklyn's Follies". Πιστεύω ότι αυτή τη φορά υπάρχει αρκετό κωμικό στοιχείο. Είναι μια παράξενα περιπετειώδης και σκαμπρόζικη νουβέλα, πολύ σκοτεινή σε κάποια σημεία, αλλά σε γενικές γραμμές αρκετά αστεία. Τουλάχιστον αυτό ελπίζω! Ξέρετε, είναι μια τόσο σκοτεινή περίοδος τώρα για την Αμερική που ένιωσα την ανάγκη να γράψω κάτι κωμικό για να κρατήσω λίγο ψηλά το ηθικό μου».

- Είναι μια αξιοσημείωτη αλλαγή σε σχέση με την ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε μέχρι τώρα στα βιβλία σας.

«Πιστεύω ότι πάντα υπάρχει αρκετό χιούμορ στα βιβλία μου, αλλά σ' αυτό εδώ είναι ακόμη περισσότερο. Προσπαθώ να το περιγράψω, αλλά θα το δείτε καλύτερα όταν κυκλοφορήσει. Ενας διάσημος σκηνοθέτης είχε πει κάποτε πως "όταν νιώθεις στ' αλήθεια καλά θα 'πρεπε να γράφεις μια τραγωδία, όταν νιώθεις πεσμένος μια κωμωδία"» (γελάει).

- Είναι οι ίδιες αντικρουόμενες γραμμές που καθορίζουν συνήθως και την πλοκή σας, έτσι δεν είναι;

«Ναι, έτσι ακριβώς είναι».

- Κάποια στιγμή στο παρελθόν είχατε πει πως η Νέα Υόρκη δεν είναι απλά μια πόλη, αλλά μια ιδέα. Με ποιο τρόπο βλέπετε να 'χει αλλάξει πια αυτή η ιδέα μετά το χτύπημα στους δίδυμους πύργους;

«Ητανε μια βαριά τραγωδία, κι ακόμα νιώθεις την σκιά της στα πρόσωπα των ανθρώπων. Αλλά σιγά σιγά η ζωή ξαναπαίρνει το ρυθμό της, ίσως πιο βαριά αυτή τη φορά, ίσως μια ρωγμή να έχει χαράξει για πάντα το πρόσωπο της πόλης, αλλά η ζωή προσπαθεί να ξαναβρεί το βήμα της».

- Πιστεύετε ότι ένας συγγραφέας έχει αυξημένο καθήκον να υψώνει τη φωνή του σε τόσο κρίσιμες πολιτικά στιγμές, όπως είναι ο πόλεμος στο Ιράκ;

«Ενας συγγραφέας έχει καθήκον μόνον απέναντι στα γραπτά του. Υποχρεούται όμως να το κάνει με την ιδιότητα του πολίτη».

ΠΗΓΗ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

--------------------------------------------------------------------------------------------------

ΠΟΛ ΟΣΤΕΡ

Αναζητώντας ταυτότητα στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις

ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΣΧΙΝΑ

Ο Πολ Οστερ είναι ο κατεξοχήν εξερευνητής του τυχαίου. Η τύχη, αυτή η αναγκαιότητα (για να παραφράσω αυθαίρετα τον Ζακ Μονό), είναι η δύναμη πάνω στην οποία ύφανε ο Αμερικανός συγγραφέας το μυθιστορηματικό του σύμπαν. «Ολα του τα βιβλία», παρατηρεί ο «μέγας θαυμαστής» του, Σαλμάν Ράσντι, «περιστρέφονται γύρω από την αποδιάρθρωση του εαυτού, την εισβολή του αγνώστου στη ζωή ενός ανθρώπου, την ανατροπή μιας προδιαγεγραμμένης πορείας από το τυχαίο». Το μοιραίο αιωρείται πάνω από κάθε ανθρώπινη πράξη. Στα βιβλία του οι ήρωες συναντούν χωρίς να το ξέρουν πατέρες από καιρό εξαφανισμένους, ανθρώπους που θα τους αλλάξουν τη ζωή. «Δεν ξέρω γιατί οι κριτικοί ονομάζουν αυτές τις συναντήσεις "συμπτώσεις"», λέει ο Πολ Οστερ. «Είναι απλώς οι μηχανισμοί της πραγματικότητας και αυτούς ακριβώς παλεύω να εξιχνιάσω». Πρόκειται για μια ιδεοληψία που διά μέσου των πιο ετερόκλιτων συγγραφέων τον οδηγεί κατευθείαν στον Σοφοκλή: άραγε η τυχαία συνάντηση του Οιδίποδα με τον Λάιο στο τρίστρατο έξω από τη Θήβα ήταν σύμπτωση ή πεπρωμένο;

Στο καινούριο βιβλίο του «Oracle night», ένα μυθιστόρημα ανατροπών, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Faber», ο Οστερ επανέρχεται στο προσφιλές του θέμα: «Ο κόσμος κυβερνιέται από την τύχη», γράφει. «Το τυχαίο σκοντάφτει πάνω μας καθημερινά και ορίζει τις ζωές μας, ζωές που μπορεί να στερηθούμε ανά πάσα στιγμή -χωρίς κανένα λόγο». Η σκληρή γεωμετρία και η αλλοτρίωση της μητροπολιτικής ζωής μάς αφήνουν μετέωρους, έρμαια μιας παράλογης δύναμης που μας ορίζει χωρίς να την ορίζουμε· από την άλλη, η επιστήμη και η λογική δεν μας δίνουν πάντα κλειδιά για να κατανοήσουμε το μυστήριο. Το πιθανότερο είναι να μην υπάρχει παντεπόπτης Θεός. Κι όμως, μερικά γεγονότα είναι τόσο εξωφρενικά και τόσο μοιραία, ώστε μονάχα η λέξη «θαύμα» μοιάζει ικανή να τα περιγράψει.

Και η ζωή του Πολ Οστερ είναι γεμάτη τέτοια «θαύματα». Η αυτοβιογραφία του «Hand to mouth» επιφυλάσσει στον αναγνώστη μια έκπληξη κάθε δέκα σελίδες, ένα εξωφρενικό περιστατικό κάθε κεφάλαιο, ένα απρόοπτο κάθε τόσο. 'Η μήπως είναι ο τρόπος του Πολ Οστερ να ερμηνεύει τον κόσμο; Βέβαιο είναι πως ο ίδιος, από τα πρώτα χρόνια της νιότης του, πήγαινε γυρεύοντας για το αναπάντεχο. Γεννημένος το 1947 στο Νιου Τζέρσεϊ, στο περιβάλλον μιας μικροαστικής οικογένειας, με έναν πατέρα «αόρατο», τουτέστιν απόντα ακόμη και από την ίδια του τη ζωή, και μια υπερδραστήρια, πανέξυπνη μητέρα, ο Οστερ μεγάλωσε όπως όλα τα παιδιά της γενιάς του, ασφυκτιώντας στην «πνιγηρή μικροαστική ατμόσφαιρα του Νιούαρκ»: «Το μισούσα. Ηξερα, από την ηλικία των 16 ετών, ότι ήθελα να γίνω συγγραφέας, γιατί απλώς δεν σκεφτόμουν ότι θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Κι έτσι διάβαζα, όλο διάβαζα, έγραφα σύντομα διηγήματα και ονειρευόμουν να αποδράσω». Φοίτησε για λίγο στο Πανεπιστήμιο Columbia, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του, και στα είκοσί του έφυγε για την Ευρώπη· έζησε τέσσερα χρόνια στο Παρίσι, κάνοντας κάθε λογής επάγγελμα -από καθαριστής σε τάνκερ μέχρι μεταφραστής-, επέστρεψε στην Αμερική, παντρεύτηκε το 1974 την ποιήτρια Λίντια Ντέιβις, από την οποία απέκτησε έναν γιο, και, οχτώ χρόνια αργότερα, τη γνωστή πεζογράφο Σίρι Χούστβεντ ( βιβλία της κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Scripta»), με την οποία ζει μέχρι σήμερα, σ' ένα μεγάλο, όμορφο σπίτι της Νέας Υόρκης, μαζί με την έφηβη κόρη τους και τον «απείθαρχο σκύλο τους». Πού το παράδοξο; θα αναρωτιόταν κανείς. Και τότε, ο Οστερ θα του διηγιόταν πώς τον ανέσυρε από την απόγνωση και την ολοκληρωτική πενία ο φίλος του φωτογράφος Mr. Sugar (το όνομα είναι αληθινό), εμφανιζόμενος από το πουθενά μπροστά του σ' έναν αγροτικό γαλλικό δρόμο, όπου ο νεαρός Πολ περιπλανιόταν απελπισμένος, ή πώς συνάντησε τη Σίρι την εποχή που όλη η ζωή του «κατέρρεε», και ποια «μαγικά συμβάντα» συνέβαλαν στην ένωσή τους. Οσο για την οδό μέσω της οποίας έφτασε στη «χώρα της γραφής» -εδώ ο Οστερ γίνεται προς στιγμήν διασκεδαστικός: Στα οχτώ του χρόνια, διηγείται στην εφημερίδα «The Guardian», έπεσε πάνω σε έναν σταρ του μπέιζμπολ, αλλά δεν είχε πάνω του μολύβι ώστε να του πάρει αυτόγραφο. Εκτοτε, δεν έμεινε ποτέ χωρίς στυλό. Και επειδή «αν έχεις πάντα μαζί σου μολύβι, σύντομα θα αρχίσεις να το χρησιμοποιείς», ο ίδιος κατέληξε συγγραφέας. Τόσο τυχαία; Οχι βέβαια. Ο Οστερ σοβαρεύεται: «Δεν διαλέγεις το συγγραφικό επάγγελμα, μάλλον σε διαλέγει εκείνο», λέει, απηχώντας, παραδόξως, μια άκρως παραδοσιακή, αν όχι παρωχημένη στάση απέναντι στο γράψιμο.

Η πρώτη μεγάλη συγγραφική επιτυχία του Πολ Οστερ ήταν το τριμερές μυθιστόρημά του «Η τριλογία της Νέας Υόρκης». Εργο γραμμένο στα 1987, παραμένει η βαθύτερη και πιο ολοκληρωμένη του σύνθεση. Θέμα του είναι ο εκμηδενισμός της ταυτότητας στη σύγχρονη μητρόπολη, η απώλεια του εαυτού, η μάταιη αναζήτηση νοήματος. «Προσπαθώ να αποτυπώσω στη λογοτεχνία μου τον κόσμο που γνωρίζω», λέει ο συγγραφέας. «Την πραγματικότητα όπως την έζησα και τη βίωσα, τόσο γεμάτη από εκπλήξεις, τόσο παραπλανητική, τόσο απρόβλεπτη». Και θέλοντας να αποδείξει ότι ο τρόπος του να βλέπει τον κόσμο δεν είναι τόσο μοναδικός όσο ενδεχομένως φαίνεται, ο Οστερ θα εκδώσει, στα 2001, το βιβλίο «True Tales of American Life» («Αληθινές ιστορίες αμερικανικής ζωής»), μια συλλογή από ιστορίες ανώνυμων ανθρώπων, τις οποίες συγκέντρωσε και επιμελήθηκε ο ίδιος. «Θα ονόμαζα το εγχείρημα φιλοσοφικό πείραμα», λέει. «Ηθελα να ανακαλύψω αν και οι ζωές των άλλων ανθρώπων ήταν τόσο αλλόκοτες όσο η δική μου. Και ήταν. Παράξενα πράγματα συμβαίνουν στον καθένα, καθημερινά. Οταν εκδόθηκε το βιβλίο, ένιωσα δικαιωμένος». Από το οικογενειακό ενθύμημα («Η επινόηση της μοναξιάς») ώς την περιήγηση στα όρια μιας δυστοπίας («Στη χώρα των έσχατων πραγμάτων») και από τον πικαρέσκο μαγικό ρεαλισμό («Ο ίλιγγος») στην αναζήτηση της ταυτότητας («Η τριλογία της Νέας Υόρκης») και το αισώπειο παράδειγμα («Τιμπουκτού», όπου με τη φωνή ενός σκύλου ο Οστερ μιλάει για τη σκυλίσια ζωή), ο συγγραφέας επανέρχεται, με τα πιο διαφορετικά μέσα, στον ίδιο πάντα τόπο: την τυχαία «ζαριά της μοίρας», που επίμονα θα μας θυμίζει τον Μαλαρμέ, έναν ποιητή που πολύ αγάπησε ο Οστερ στη διάρκεια της «ευρωπαϊκής του μαθητείας», στα δύσκολα και ευτυχισμένα χρόνια του Παρισιού.

Οσο αφηρημένο και υπαρξιακό είναι το θέμα γύρω από το οποίο δεν παύει να περιστρέφεται, τόσο σίγουρη και ξεχωριστή είναι η φωνή του. «Το πρώτο πράγμα που με εντυπωσίασε στον Οστερ ήταν αυτή η απίστευτα ώριμη φωνή, ο νηφάλιος, στοχαστικός και συνομιλητικός τόνος του», λέει ο Robert McCrum, υπεύθυνος για τις λογοτεχνικές σελίδες του «Observer» σήμερα, αλλά παλαιότερος επιμελητής των εκδόσεων «Faber and Faber» και πρώτος εκδότης του Οστερ στην Ευρώπη. «Δεν φοβάται να καταπιαστεί με τα μεγάλα υπαρξιακά θέματα, τη φύση της ύπαρξης, της ευτυχίας, της μοίρας. Αν θέλαμε να τον συστοιχίσουμε με κάποιον σύγχρονο συγγραφέα, αυτός θα ήταν ο Κούντερα ή ο Σέμπαλντ, παρά οποιοσδήποτε άλλος συμπατριώτης του Αμερικανός».

Πάντως, ο Οστερ αναγνωρίζει στο έργο του επιρροές από τον Εντγκαρ Αλαν Πόε και τον Χόθορν, επειδή «ήταν οι πρώτοι που θέλησαν να λαξεύσουν μιαν αυθεντικά αμερικανική γραφή». Ας επισημαίνουν οι κριτικοί συγγένειες με τον Σάμιουελ Μπέκετ και τον Κνουτ Χάμσουν, ας θεωρούν ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα τον βοήθησε έμμεσα να δημιουργήσει το ζοφερά μετέωρο κλίμα των ιστοριών του. Ο ίδιος θεωρεί πως ό,τι τον εμπνέει περισσότερο είναι η ατομική εμπειρία. «Νιώθει να γλιστράει στην επιφάνεια των συμβάντων, να αιωρείται σαν φάντασμα γύρω από την ίδια του την παρουσία», γράφει σε αυτοβιογραφικό τόνο στην «Επινόηση της μοναξιάς». «Υπήρξα κι εγώ ένας αποδιαρθρωμένος, μοναχικός άνθρωπος» εξομολογείται, δίνοντας το κλειδί για την αποκρυπτογράφηση των ηρώων του. Παρά τον αποστασιοποιημένο, «εγκεφαλικό» τόνο των περιγραφών του, ο ίδιος ταυτίζεται απολύτως με τους χαρακτήρες του, «κατοικώντας τους, όπως ένας ηθοποιός το ρόλο του». «Είναι σαν να ακούς νοερά μια μουσική, και ύστερα να προσπαθείς να την καταγράψεις στο χαρτί», λέει.

Παρά τη γοητεία του ύφους του, ωστόσο, η έλξη που ασκεί ο Οστερ στο αναγνωστικό κοινό, οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην αφηγηματικότητά του, στην υπερεπεξεργασμένη του πλοκή, στο σασπένς, που ξέρει να ενεργοποιεί δεξιοτεχνικά. Γι' αυτό και τα πρώτα του δύο σενάρια («Smoke» και «Blue in the face») είχαν τόσο μεγάλη επιτυχία, με τις έξυπνα υφασμένες ιστορίες τους από το Μπρούκλιν, ενώ η πιο αφαιρετική και «μεταφορική» τρίτη απόπειρα («Lulu on the bridge» με τον Χάρβεϊ Καϊτέλ και την Μάιρα Σορβίνο), που ο ίδιος ο συγγραφέας χαρακτήριζε «κινηματογραφικό ποίημα», συνάντησε την επιφύλαξη κριτικών και κοινού. Ας θυμίσουμε ότι στο πρώτο (με πρωταγωνιστή τον Χάρβεϊ Καϊτέλ) ο Οστερ είχε συνεργαστεί με το σκηνοθέτη Ανγκ Λι, ενώ στο δεύτερο, το οποίο σκηνοθέτησε ο ίδιος, η Μαντόνα εμφανιζόταν ως «άδον τηλεγράφημα». «Παιγνιώδεις ανάπαυλες» για έναν συγγραφέα ο οποίος «αδυνατεί να μεταφέρει στο χαρτί το χιούμορ που διαθέτει στη ζωή» και του οποίου η λιτότητα της πρόζας και η απέχθεια για το happy end κάνουν το όραμά του για τον κόσμο «περιορισμένο» και «απομονωτικό» -για να επικαλεστώ μια πρόσφατη κριτική. Ο ίδιος δεν θα διαφωνούσε. Πριν από λίγο καιρό είχε περιγράψει τα έργα του ως εκπορευόμενα «από έναν πολύ βαθύ μηδενισμό... από το γεγονός της ίδιας μας της θνητότητας». Ομως ο ζόφος δεν είναι η αποκλειστική διάσταση της πεζογραφίας του. «Θέλω να εκφράσω την ομορφιά και την υπέρτατη ευτυχία τού να νιώθεις ζωντανός», υπογραμμίζει. Και ίσως είναι αυτός ακριβώς ο συνδυασμός που τον έχει κάνει να αγαπήσει τόσο τη Νέα Υόρκη, μια πόλη που περηφανεύεται για τον κυνισμό της, ταυτόχρονα όμως έχει ένα φιλικό και ανθρώπινο πρόσωπο να προτείνει, στις προσόψεις των όμορφων τούβλινων σπιτιών της, στα πάρκα, στα καφενεία της, στα μαγαζιά με τα παιχνίδια, στα θέατρα και τους κινηματογράφους της. «Η Νέα Υόρκη δεν είναι απλώς μια πόλη, είναι μια ιδέα», λέει ο Πολ Οστερ. «Είναι η ιδέα μιας φιλόξενης πόλης μεταναστών, όπου οι πάντες μπορεί να είναι Νεοϋορκέζοι».

Στην αγαπημένη του Νέα Υόρκη ο «μετανάστης στον ίδιο του τον τόπο» Πολ Οστερ συνεχίζει να ξυπνά κάθε πρωί με ένα φλιτζάνι καφέ κι ένα πουράκι, να επιβάλλει στον εαυτό του την πιο πειθαρχημένη κανονικότητα («Κάθε πρωί, βρέξει χιονίσει, θα καθήσω στο γραφείο μου μπροστά σε μια λευκή κόλλα χαρτί») και να παλεύει με τις λέξεις. «Γιατί το κάνω;» αναρωτιόταν σε μια πρόσφατη συνομιλία του με τον Sean Ο' Hagan. «Η μόνη απάντηση που μπορώ να δώσω είναι ότι, ζώντας τη ζωή μου ως συγγραφέας, αισθάνομαι ότι τη ζω στα γεμάτα. Ακόμη κι αν περάσω όλη τη μέρα καθισμένος στην καρέκλα σβήνοντας τη μία πρόταση μετά την άλλη, σκίζοντας χαρτιά και μη προχωρώντας λέξη, όταν σηκώνομαι από το γραφείο μου, λέω στον εαυτό μου: "Ε, λοιπόν, έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα". Και αν μπορείς να πεις κάτι τέτοιο στο τέλος κάθε εργάσιμης μέρας, νιώθεις ότι υπάρχει λόγος να συνεχίσεις να ζεις».

ΠΗΓΗ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

-------------------------------------------------------------------------------------------------------

Εργα του έρωτα και του θανάτου. Η τέχνη των ψευδαισθήσεων

ΠΟΛ ΟΣΤΕΡ
Το βιβλίο των ψευδαισθήσεων
ΜΤΦΡ.: ΒΙΚΥ ΚΥΡΙΑΖΗ
«Σ.Ι.ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ»
ΣΕΛ. 376

Ο Πολ Οστερ είναι αναμφισβήτητα από τις πιο σημαντικές φωνές στη σύγχρονη αμερικανική πεζογραφία. Γνωστός κυρίως για την «Τριλογία της Νέας Υόρκης», συνδυάζει απαράμιλλα τις μεταφυσικές αναζητήσεις με πλοκή «φιλμ νουάρ». «Το βιβλίο των ψευδαισθήσεων» είναι ένα μυθιστόρημα υψηλής έντασης, σφραγισμένο από το θάνατο και από ερωτικές ματαιώσεις, που προβάλλουν την ιδέα της ζωής ως ψευδαίσθησης. «Ο άνθρωπος δεν ζει μία και μοναδική ζωή. Ζει πολλές ζωές, τη μία μετά την άλλη, και αυτή είναι η αιτία της δυστυχίας του», έγραψε ο Σατωβριάνδος στα «Απομνημονεύματα πέρα από τον τάφο», που λειτουργεί ως μότο του μυθιστορήματος. Η αφήγηση του Οστερ αποτυπώνει ακριβώς τις πολλές ζωές που ζει κανείς μέσα σε φαινομενικά μία ζωή και, αντίστροφα, την εν ζωή απονέκρωση που προκαλούν οι πολλαπλές κρίσεις, τις οποίες επιφυλάσσει η τύχη στους ανθρώπους.

Δεν πρόκειται απλώς για μεταφορική διατύπωση. Οι κύριοι χαρακτήρες του βιβλίου αναγκάζονται να αλλάξουν πολλές φορές προσανατολισμό ή ακόμη και ταυτότητα στη ζωή τους και βιώνουν μια κατάσταση κυριολεκτικού μετεωρισμού μεταξύ ζωής και ανυπαρξίας. Ο συγγραφέας-αφηγητής, καθηγητής λογοτεχνίας, χάνει ξαφνικά την οικογένειά του σε ένα αεροπορικό δυστύχημα κι εύλογα βυθίζεται σε ένα αυτοκαταστροφικό πένθος, το οποίο θα καταφέρει να απαλύνει μόνον η ψυχαναγκαστική του αφοσίωση στη ζωή και το έργο κάποιου άλλου. Για να μην τρελαθεί ή αυτοκτονήσει, ο καθηγητής Τσίμερ αποφασίζει να γράψει ένα βιβλίο για τις ξεχασμένες πλέον ταινίες του Εκτορα Μαν, ενός μέτριας φήμης ηθοποιού του βωβού κινηματογράφου της δεκαετίας του '30, επειδή, μια μέρα που παρακολούθησε τυχαία μια ταινία του, οι εκφράσεις του τον έκαναν αυθόρμητα να γελάσει. Ομως, το σώμα που αφύπνισε τον Τσίμερ από την κατάθλιψη δεν είναι απλώς βουβό, δηλαδή κυριολεκτικά ένα «σώμα», αλλά και αγνοούμενο. Ο Μαν εξαφανίστηκε εξήντα χρόνια πριν, χωρίς κανένα ίχνος, κι έτσι ο ζωντανός-νεκρός καθηγητής καταλήγει να ασχολείται με το έργο ενός φερόμενου νεκρού. Ομως, εκτός από τις προφανείς αντηχήσεις και τους παραλληλισμούς που δομούν αυτό το περίτεχνο μυθιστόρημα, συντελούνται και πολλές αντιστροφές. Σύντομα αποκαλύπτεται λοιπόν ότι ο θεωρούμενος νεκρός ηθοποιός είναι ακόμα ζωντανός, αλλά ετοιμοθάνατος. Σε μια επιστολή εκ μέρους του, καλεί τον Τσίμερ, το μόνο άνθρωπο που έχει δει όλες του τις ταινίες και έχει γράψει τόσο διεισδυτικά γι' αυτές, να τον συναντήσει στο Νέο Μεξικό, όπου έχει αποσυρθεί incognito.

Οπως και σε άλλα έργα του Οστερ, όπου ο ήρωας αναζητά την ταυτότητά του μέσα σε έναν αντίξοο και αλλοτριωμένο κόσμο, έτσι κι εδώ ο Τσίμερ στρέφεται στην εξερεύνηση της ζωής ενός άλλου για να βρει ο ίδιος μια νέα ταυτότητα, να ζήσει μια νέα ζωή. Το υποκείμενο της έρευνάς του, ο Μαν, αποδεικνύεται εξαιρετικά πολύπλοκο αλλά και αλλόκοτα συγγενές με εκείνον. Ο Μαν έχει πράγματι ζήσει πολλές ζωές. Εχει αλλάξει πολλά μέρη, δουλειές, ονόματα. Ως μετανάστης, είναι καταδικασμένος να αρχίζει πάντα από την αρχή, αλλά κυρίως καταδιώκεται από τύψεις για την ερωτική απογοήτευση και το θάνατο μιας πρώην ερωμένης του. Αυτός ο θάνατος στη συνέχεια εγκαινιάζει μια σειρά από ερωτικές και δημιουργικές ακυρώσεις, μέρος μιας διαρκούς διαδικασίας αυτο-τιμωρίας του Μαν, που κορυφώνεται στην εκούσια απομόνωσή του από τον κόσμο των ζωντανών. Οπως και ο αφηγητής Τσίμερ, ο Μαν δεν συγχωρεί τον εαυτό του που ζει ενώ πέθαναν οι άλλοι, κι έτσι διαλέγει να είναι εν ζωή νεκρός.

Είναι σημαντικό ότι τα οντολογικά ερωτήματα που προκύπτουν στο μυθιστόρημα από την απεικόνιση αυτής της μεταιχμιακής εμπειρίας μεταξύ ζωής και θανάτου, εμπλέκουν άμεσα το έργο τέχνης. Κατ' αρχάς, η μελέτη που δημοσιεύει ο Τσίμερ για τον Μαν τον διασώζει από το θάνατο της αφάνειας και τον αποκαθιστά ως καλλιτέχνη. Επειτα η δημιουργία, είτε πρόκειται για ταινίες είτε για βιβλία, κρατάει τους δύο χαρακτήρες στη ζωή -τους δίνει έναν στόχο και την ευκαιρία να χειριστούν τις απώλειες που έχουν υποστεί. Επιπλέον η διαπίδυση ζωής και έργου βρίσκει στο βιβλίο ένα καίριο παράδειγμα, όταν περιγράφεται μια ταινία που σκηνοθέτησε ο Μαν κατά την περίοδο της απομόνωσής του. Στην ταινία ένας συγγραφέας ερωτεύεται την ηρωίδα του μυθιστορήματός του και σκίζει τα χειρόγραφα πριν το ολοκληρώσει, ώστε να διατηρήσει την ψευδαίσθηση της σχέσης που του παρέχει η τέχνη του. Ο συμβολισμός είναι σαφής. Απηχώντας το δόγμα του αισθητισμού, που άλλωστε έχει επηρεάσει μια τάση της μεταμοντέρνας πεζογραφίας, το «Βιβλίο των ψευδαισθήσεων» εμφανίζει την ψευδαίσθηση της τέχνης ανώτερη από την πραγματική ζωή, η οποία καταλήγει έτσι να φαντάζει και η ίδια ως ένα μείγμα ψευδαισθήσεων.

Σε αυτό το σημείο θα μπορούσε κανείς να επισημάνει ότι τα έργα των ανθρώπων, και ιδιαίτερα τα έργα τέχνης, προσφέρουν επίσης εν δυνάμει τη χαρά της αναγνώρισης και αποτελούν μαρτυρία για τη ζωή. Αλλά ο Οστερ αρνείται ακόμα κι αυτή την κατάφαση στους χαρακτήρες του μυθιστορήματός του. Στην αυτοεπιβληθείσα κατάσταση αποκλεισμού στην οποία έχει περιέλθει ο Εκτορας Μαν στο Νέο Μεξικό, σκηνοθετεί ταινίες υπό τον όρο όχι μόνο να μην προβληθούν ποτέ δημόσια όσο ζει, αλλά και να καταστραφούν ευθύς μετά το θάνατό του. Παράλληλα, ο συγγραφέας-αφηγητής, όπως και ο Σατωβριάνδος τον οποίο τυγχάνει να μεταφράζει, επιθυμούν τη δημοσίευση του έργου τους μετά θάνατον. Γράφουν απευθυνόμενοι στον αναγνώστη ως ήδη νεκροί. Στην κεντρική ιδέα του Οστερ διαφαίνεται σαφώς ότι, κατά τη γνώμη του, το έργο τέχνης συνδέεται περισσότερο με το θάνατο παρά με τη ζωή.

Στο «Βιβλίο των ψευδαισθήσεων» ο Οστερ πετυχαίνει να μεταδώσει στιγμές μεγάλης συγκινησιακής φόρτισης και να διατηρήσει ένα κατάλληλα ζοφερό κλίμα μέχρι τέλους. Ωστόσο τα λεκτικά και διανοητικά πετράδια τα οποία περιέχει το βιβλίο, θαμπώνουν από τον ιλιγγιώδη ρυθμό των ανατροπών και το παιχνίδι των αντικατοπτρισμών, που δεν αναχαιτίζονται από μια ευκταία υπαινικτικότητα αλλά, αντιθέτως, από μιαν ανοικονόμητη τάση επεξήγησης της δράσης. Οι ενδιαφέρουσες ιδέες και η στοχαστική διάθεση του μυθιστορήματος τελικά καταρρέουν υπό το βάρος μιας πλοκής που προσιδιάζει ειδολογικά στο αστυνομικό μυθιστόρημα, στο οποίο ρέπει ο Οστερ, αντί να το απογειώσουν σε ένα βιβλίο στο οποίο να θέλει κανείς να ανατρέξει για να το γευτεί, αντί απλώς να το καταναλώσει.



ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

ΠΗΓΗ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

------------------------------------------------------------------------------------------------------

Βιβλία του Οστερ στα ελληνικά

Γυάλινη πόλη (1991), μτφρ.: Σάρα Μπενβενίστε

Το κλειδωμένο δωμάτιο (1991), μτφρ.: Σάρα Μπενβενίστε

Φαντάσματα (1991), μτφρ.: Σάρα Μπενβενίστε

Στη χώρα των έσχατων πραγμάτων (1991), μτφρ.: Αρης Σφακιανάκης

Το παλάτι του φεγγαριού (1994), μτφρ.: Ρούλη Αγαπητού

Λεβιάθαν (1995), μτφρ.: Αρης Σφακιανάκης

Ο ίλιγγος (1996), μτφρ.: Βαγγέλης Κατσάνης

Η επινόηση της μοναξιάς (2001), μτφρ.: Βίκυ Κυριαζή

Τιμπουκτού (2001), μτφρ.:Βίκυ Κυριαζή

Το χρονικό μιας πρώιμης αποτυχίας (2003), μτφρ.:Βίκυ Κυριαζή

Το βιβλίο των ψευδαισθήσεων (2003), μτφρ.: Βίκυ Κυριαζή

Ολα τα βιβλία του Πολ Οστερ κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Ζαχαρόπουλος»

ΠΗΓΗ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2009

Το μπεστ σέλερ του 9 μ.Χ.


ΚΛΑΣΙΚΟΙ

Το μπεστ σέλερ του 9 μ.Χ.

Είκοσι διάσημες ιστορίες από την πιο ευπώλητη μυθολογική εγκυκλοπαίδεια της δυτικής λογοτεχνίας, τις «Μεταμορφώσεις» του Οβιδίου

του ΓΙΩΡΓΗ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗ | Κυριακή 21 Ιουνίου 2009


Το έργο ολοκληρώνεται εδώ μνημείο που ποτέ δεν θ΄ αφανίσει/του χρόνου η φθορά ή το σπαθί, μήτε φωτιά ή Δίας οργισμένος/.Η μέρα εκείνη θα΄ ρθει, της ζωής το άνυσμα που μου έλαχε θα κόψει/ πλην ως εκεί- σαρκίο και κορμί, ό,τι θνητό, μονάχα θα ορίσει/κι ανώτερη η άλλη μου μεριά θα υψωθεί ανίκητη στ΄ αστέρια./ Με τ΄ όνομα «Οβίδιος» θα ζω,αυτό κανείς ποτέ δε θα το σβήσει/όπου η Ρώμη αθάνατος κι εγώ, θα ζω όσο της μέλλεται να ζήσει.

Με αυτούς τους στίχους τελειώνει το «πολυμορφικό» έπος τωνΜεταμορφώσεων του Οβιδίου (43 π.Χ.-17 μ.Χ.), που δείχνουν άλλη μια φορά πως οι μεγάλοι ποιητές γνωρίζουν εν μέρει το μέλλον τους. Διαρκούν περισσότερο από τις κοινωνίες που τους εξέθρεψαν. Αυτό το μεγάλο ποίημα, αιώνες μετά τον μοναχό και μοναχικό Πλανούδη, αναλαμβάνει να μας συστήσει ο Θεόδωρος Παπαγγελής, με μια γενναία και ευφρόσυνη μετάφραση. Τιμή για αυτόν, χαρά για μας, καθώς, όπως πιστεύω, η μεγαλύτερη συμβολή ενός μελετητή της κλασικής λογοτεχνίας, όπως άλλωστε και της σύγχρονης, είναι να μας συστήσει έναν «άγνωστο» ή ξεχασμένο συγγραφέα. Ακούγεται κοινοτοπία, αλλά πόσοι φιλόλογοί μας έχουν όντως καταφέρει να συνδέσουν το όνομά τους με έναν συγγραφέα, αρχαίο ή νεότερο, ως εκδότες, μεταφραστές ή ερμηνευτές; Για τούτο κρίνω πως αυτού του είδους οι συστατικές εκδόσεις πρέπει να προβάλλονται και να επαινούνται δημοσίως.

Πριν από περίπου δέκα χρόνια ο Παπαγγελής, εγκρατής φιλόλογος, κατ΄ εξοχήν μελετητής της ποιητικής των ρωμαίων «νεωτερικών» και του ρωμαϊκού πολιτισμού, μας έδωσε την ομοίως γοητευτική και αντισχολαστική μετάφραση της οβιδιακής Ερωτικής Τέχνης(Καστανιώτης, 2000). Τη συνόδευε ένα πνευματώδες και εμβριθέστατο εν ταυτώ δοκίμιο για τους λατίνους εραστές. Κάρφος στον οφθαλμό του σχολαστικού, ταμείο απολαυστικής γνώσης για τον ανοιχτόμυαλο και φανατικό για γραμματολογικές (τουλάχιστον!) εμπειρίες. Επιμένοντας στον Πόπλιο Οβίδιο Μυταρά (!), ο συγγραφέας μάς προσφέρει σήμερα με την ίδια αξιοζήλευτη eruditio και παρόμοιο φιλοπαίγμονα αντιακαδημαϊσμό μιαν ανθολογία από είκοσι διάσημες ιστορίες τωνΜεταμορφώσεων, της πιο «ευπώλητης μυθολογικής εγκυκλοπαίδειας της δυτικής λογοτεχνίας». Ο Ακταίων, ο Φαέθων, η Φιλομήλα, η Δάφνη, ο Νάρκισσος, ο Ερμαφρόδιτος, ο Ορφέας, ο Ικαρος, ο Πυγμαλίων, ο Μίδας είναι μερικές από τις μορφές που αλλάζουν θωριά και γίνονται αιώνια πρότυπα μοίρας και σύμβολα πολιτισμού.

Ακατανόητο σχήμα
Σε αυτό το συνθετικό ποίημα των 12.000 στίχων το «μπεστ σέλερ» του 9 μ.Χ. ο Οβίδιος, έχοντας ως πρωτογενές υλικό την ελληνική μυθολογία και τους ρωμαϊκούς μύθους, αναλαμβάνει να αφηγηθεί ένα σύμπαν σε «κατάσταση μεταμορφωτικού συναγερμού». Προς τι; Για να δείξει την αέναη μεταβολή των πραγμάτων από τη Δημιουργία του Κόσμου ως την Αποθέωση του Ιουλίου Καίσαρα (μεταμορφώνεται σε κομήτη). Ετσι από τη μία λοξοκοιτάζει το ρασιοναλιστικό σύμπαν που μορφώνεται στοΠερίΦύσεωςτου Λουκρητίου, από την άλλη αποθεώνει, μέσα από τη μορφοποιητική και μεταμορφωσιακή δύναμη της ποίησης, τη μεταβολή των ανθρώπινων σωμάτων (αλλά όχι πάντα και των ψυχών) εξαιτίας της πανουργίας και της ακατανόητης αυθαιρεσίας των θεών και της μοίρας. Σώματα που άλλαξαν θωριά για διάφορους λόγους, κυρίως επειδή υπέπεσαν σε σφάλματα. Ιστορίες ωραίων σωμάτων που δεν ρίχτηκαν στην κόλαση του Κάτω Κόσμου για τα κρίματά τους αλλά τα πλήρωσαν κάνοντας αναγκαστική στροφή προς ένα ακατανόητο σχήμα.

Ειδικότερα, στα 15 βιβλία του οβιδιακού έπους παρουσιάζονται πάνω από διακόσιες μυθολογικές ιστορίες μεταμορφώσεων που αφηγούνται, καθεμία με τον τρόπο της, πώς εξελίχθηκε η «Ιστορία του Παντός»! Μέσα από αλλεπάλληλααίτιασυνάγεται η αιτία του κόσμου, μέσα από τις μεταμορφώσεις σωμάτων δείχνεται η εξέλιξη της ιστορίας. Ο ποιητής ξεκινά από τις κοσμολογικές αρχές, διατρέχει την άχρονη μυθολογία και εισέρχεται ακολουθώντας τη γραμμή Τροία- Ρώμη στην πεπερασμένη «ιστορία». Δεν μαθαίνουμε αν αυτός ο κόσμος σταθεροποιήθηκε τελικά, τουλάχιστον σύμφωνα με τα κριτήρια του Οβιδίου. Μέσα όμως σε αυτήν την κοσμογονική αλλαγή ένα φαίνεται να παραμένει σταθερό: το Εργο και το Ονομα του ποιητή, ή για να το θέσουμε διαφορετικά, αυτό που δοξολογείται είναι ο μεταποιητικός και μεταμορφωσιακός νους του ποιητή. Οι θεοί προκαλούν μεταμορφώσεις και παραμορφώσεις. Ο ποιητής μπορεί και τις αναγνωρίζει και τις καταγράφει. Ανθρωποι γίνονται τετράποδα, πετούμενα, έντομα, δέντρα, άνθη. Θνητοί «καταστερώνονται» αλλά και θεοί «ενανθρωπίζονται», ή ακόμη και «αποκτηνώνονται», κορίτσια αλλάζουν φύλο και γίνονται αγόρια, τα στοιχεία της φύσης μιλούν ανθρώπινα. Με τη μεταμόρφωσή τους οι περισσότερες μορφές αλλάζουν επίπεδο στον νοητό άξονα του υψηλού- χαμηλού καθώς υποβιβάζονται σε χαμηλότερες κλίμακες ύπαρξης. Το «άωτον του Κάλλους» τρέπεται σε μορφή τερατική, αλλού προβάλλουν τρυφερές ή μιαρές φαντασιώσεις, εκεί έκθετα κατακρεουργημένα ή φλεγόμενα σώματα, σπαραγμένα ανδρικά κορμιά που τόλμησαν να αντικρίσουν, φευγαλέα έστω, τη θεία ομορφιά, ή να πάρουν στα ανίδεα χέρια τους το άρμα του Ηλιου.

Μεταποιητική διάθεση
Τι διαφορετικό κάνει ο Οβίδιος από ό,τι κάνουν οι μεγάλοι ποιητές; Οντως σε όλους τους ποιητές υπάρχει η μεταποιητική διάθεση. Η μεταβολή της εικόνας του κόσμου, όχι ως ουτοπία αλλά ως αίτημα ουσίας, είναι έργο των ποιητών, με τις διαθέσεις και τις απαιτήσεις να ποικίλλουν. Συνεχώς το παραδεδομένο σύμπαν μπορεί και πρέπει να μεταποιείται, διά της ποιήσεως, σε έναν νέο τόπο- τοπίο. Κάθε μορφή ποίησης, κάθε τέχνη δείχνεικαιμια μεταμόρφωση και συνάμα αφηγείται τη διαδικασία μεταβολής και αλλοίωσης των μορφών μας. Και κάθε μεταμόρφωση είναι εν τέλει καφκική. Στον Οβίδιο ωστόσο αυτό το παίγνιον της αλλαγής, καθώς αφορά καιτην ανθρώπινη ιστορία, γίνεται σε έκταση συμπαντική, το χνάρι είναι το Ολον. Οι ίδιες οιΜεταμορφώσεις , λ.χ., είναι ένα ποίημα που από μόνο του έχει μεταμορφωθεί και εξελιχθεί μέσα από πολλά στοιχεία. Δεν πρέπει μάλιστα να αγνοούμε ότι στέκει ακριβώς απέναντι στην κλασικότροπηΑινειάδα, τη σοβαρή γενεαλόγηση της Ρώμης. Ετσι όλο και κάτι κρύβεται κάτω από την ποιητική λεοντή του Οβιδίου, όλο και κάπου υπάρχουν φωνές, χειρονομίες και υπαινιγμοί που θα χαιρόταν ο σύγχρονος αναγνώστης του. Το σημαντικότερο, κάτω από την επιφάνεια του οβιδιακού κειμένου έχουν επέλθει μύριες όσες μεταμορφώσεις θεματικής, υφολογικής και ειδολογικής τάξεως. ΟιΜεταμορφώσειςσυμπεριφέρονται με «μετα-ειδολογική αυτοσυνειδησία», όπως γράφει ο Θεόδωρος Παπαγγελής, άλλοτε με την υπερβολή της παρωδίας, άλλοτε προτείνοντας έναν ποιητικό συγκρητισμό. ΟιΜεταμορφώσεις: το άκρον άωτον της μετα-αφήγησης και του δια-κειμενικού.

Αυτά και άλλα πολλά μαθαίνει κανείς διατρέχοντας τα Προλεγόμενα του Θεόδωρου Παπαγγελή, όπως και τα είκοσι επί μέρους συνοδευτικά δοκίμιά του, όπου με σοφία, χάρη και χιούμορ (ιδού το ύψιστον φιλολογικό desideratum) ο ερευνητής-μεταφραστής μάς καλεί να προσέλθουμε στο μεταφρασμένο Ποίημα. Και ακριβώς εδώ, στη μετάφραση, στην αλλαγή της θωριάς του λατινικού κειμένου, έγκειται, πιστεύω, η κύρια συμβολή του Παπαγγελή, καθώς μας συστήνει τον Οβίδιο τωνΜεταμορφώσεων, αίγλη και τιμή της Ρώμης και αιώνια πηγή έμπνευσης των ευρωπαίων ποιητών, πεζογράφων, καλλιτεχνών, διανοουμένων. Πλην Ελλήνων, όπως θα το περιμέναμε!

Χυμώδη νοήματα
Τη μεταφραστική ιδεολογία και πρακτική του Παπαγγελή τη γνωρίζουμε από τηνΕρωτική Τέχνη. Βασισμένος στη σύσταση του κειμένου (ακούγεται απλό, αλλά δεν είναι) προκρίνει την «πολιτισμική παράφραση» ή επικαιροποίηση (μια πιο απαιτητική εκδοχή της αναλογικής μετάφρασης) που του επιτρέπει να «παίζει» πάνω στους ποικίλους τόνους του πρωτοτύπου, με τρόπο ανάλογα «πολυγλωσσικό». Καθαρεύοντες τύποι, κοινότοπες εκφράσεις, «ποιητική» γλώσσα, αλλά και μελό «ποιητικούρες», αργκό και μάγκικα, αλλά και ξενόφερτο πλην πολιτογραφημένο hot λεκτικό, αυτά και άλλα συνιστούν το μεταφραστικό «ρήμα» του Παπαγγελή, που του επιτρέπει, εκσυγχρονίζοντας ή και «εκμοδερνίζοντας» (όπως θα έλεγε), να συλλέξει τα χυμώδη νοήματα του κειμένου και να ισοζυγιάσει- στο μέτρο του δυνατούτα μηνύματα πρωτοτύπου και μετάφρασης. Ολη αυτή την ύλη, την απροσδόκητη «μετα-γλώσσα» του, ο Θεόδωρος Παπαγγελής την καλουπώνει εντέχνως σε έναν ευλύγιστο 21σύλλαβο (!) στίχο, με απρόσμενες ομοιοκαταληξίες και απολήξεις, που ρέει εντελώς φυσικά, μοιρασμένος με την τομή της δέκατης συλλαβής.

ΣτιςΜεταμορφώσειςτα πράγματα είναι πιο ζόρικα, καθώς ο μεταφραστής πρέπει να λάβει υπ΄ όψιν την ιδιάζουσα ιστορικολογοτεχνική συγκυρία αυτού του ογκώδους ποιήματος, το γραμματειακό του είδος, την ειδολογική «διαπραγμάτευσή» του, την τονική του κλίμακα, δηλαδή τις επιλογές του στο γλωσσικουφολογικό «πεντάγραμμο»! Εχοντας πίσω του μια πλούσια παράδοση το ποίημα στραφταλίζει επιφανειακά, αλλά το βάθος είναι σκοτεινό, καθώς ελλοχεύει απειλητικό το παρα-κείμενο. Το ένδον, αν θέλετε, κάλλος ενός κειμένου που συγχωνεύει μαζί με τους μύθους και μια «μυθική» και μυθοποιημένη γλώσσα. Πώς λύνονται αυτά τα προβλήματα; Ο Παπαγγελής δεν έχει αυταπάτες, αλλά διαθέτει πανουργία. Ενα πολυμορφικό, ανάγλυφο κείμενο για να «αναγνωσθεί» μεταφραστικά χρειάζεται κάθε φορά την αξονική τομογραφία του. Εδώ, δουλεύει πάλι ο αξονικός ανατόμος Παπαγγελής. Υστερα παίρνει ξανά τον δρόμο του δοκιμασμένου 21σύλλαβου, που τώρα εμφανίζεται σε ανομοιοκατάληκτη κυρίως φόρμα, περισσότερο λειασμένος και με «βαθύτερο» και λιγότερο εκζητημένο λεκτικό, καθώς αυτό τού επιβάλλει το κείμενο.Πυρσοί εκεί δεν άναψαν χαράς, ήταν φωτιές φερμένες από ξόδι/που οι Ερινύες κράταγαν,αυτές της νύφης είχαν στρώσει το κρεβάτι/και μαύρη κουκουβάγια του χαμούεκούρνιαζε στη νυφική παστάδα(«Πρόκνη, Τηρέας, Φιλομήλα», 6. 430-2).

Με τους «τρόπους» αυτούς το μεταφρασμένο κείμενο αναδύεται αυθυπόστατο και ο αναγνώστης μπορεί και δοκιμάζει την οβιδιακή ιδιοφυΐα σε μια μετάφραση που κινείται και αναπνέει τόσο αυτόνομα, τόσο προκλητικάιδιοτελώς(θα έλεγα), ωσάν να μην υπήρξε πρωτότυπο. Αλλά το πρωτότυπο είναι εκεί πίσω και διατηρεί την τιμή του, ενώ μπρος στα μάτια μας το οβιδιακό κείμενο, με καινούργια θωριά, λάμπει μεταμορφωμένο μες στην ελληνική σκευή του.

ΠΗΓΗ: ΤΟ ΒΗΜΑ

Σημείωση: Η εικόνα αφορά Χαρακτικό για την ιστορία της Σαλμακίδας και του Ερμαφρόδιτου

Σάββατο 20 Ιουνίου 2009

Πανελλήνιος διαγωνισμός Ποίησης (λήξη συμμετοχών 30/6/2009)


Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης - Ένας ποιητής γεννιέται στα Καλάβρυτα - Άθλον Ποιήσεως ''Γιάννης & Λένα Στρέφη - Κουτσοχέρα''



Ο
Δήμος Καλαβρύτων προκηρύσσει Πανελλήνιο Μαθητικό Διαγωνισμό Ποίησης με τίτλο «Άθλον Ποιήσεως-Γιάννης και Λένα Στρέφη-Κουτσοχέρα», εμπνευσμένο από την Ιστορική και Μαρτυρική πόλη των Καλαβρύτων και την Ολυμπιακή Ιδέα, με στόχο τη δημιουργία ενός πνευματικού βιοτόπου, όπου θα ανιχνεύεται η ποιητική έφεση των νέων, θα καλλιεργείται η ευαισθησία τους και θα διαπλάθεται ο πνευματικός άνθρωπος, αξίες που οραματίστηκε ο ποιητής Γιάννης Κουτσοχέρας.
Ο διαγωνισμός απευθύνεται σε μαθητές Α/θμιας και Β/θμιας Εκπ/σης, Δημόσιας και Ιδιωτικής, καθώς και σε φοιτητές ΤΕΕ, ΤΕΙ και ΑΕΙ, της χώρας και της Κύπρου. Το θέμα του διαγωνισμού αφορά στη συγγραφή του καλύτερου λυρικού ποιήματος εμπνευσμένο από το Καλαβρυτινό Ολοκαύτωμα. Τα ποιήματα θα αποστέλλονται σε 5 δακτυλογραφημένα αντίτυπα. Για να εξασφαλίζεται η ανωνυμία, το ποίημα θα πρέπει να φέρει μια συνθηματική επιγραφή ή ψευδώνυμο ενώ το ονοματεπώνυμο του μαθητή, του διδάξαντος καθώς και η διεύθυνση του σχολείου θα πρέπει να αναγράφονται σε σημείωμα εσώκλειστο σε φάκελο αδιαφανή, καλά σφραγισμένο και συρραμμένο στο ποίημα. Οι συμμετοχές πρέπει να αποστέλλονται, το αργότερο, έως τις 30 Ιουνίου 2009. Αρμόδια επιτροπή θα αξιολογήσει και θα βραβεύσει τα ποιήματα σε επίσημη τελετή που θα γίνει στις 13 Δεκεμβρίου 2009, στο Δημαρχείο Καλαβρύτων, στη διάρκεια εκδηλώσεων αφιερωμένων στο Καλαβρυτινό Ολοκαύτωμα. Θα απονεμηθούν 4 βραβεία, από 500€ για τον νικητή μαθητή Δημοτικού, Γυμνασίου Λυκείου καθώς και για το φοιτητή ΑΕΙ, που θα διακριθεί. Επίσης, θα δοθούν 8 έπαινοι, από 300€ σε δύο νικητές μαθητές του Δημοτικού, δύο του Γυμνασίου, δύο του Λυκείου και δυο φοιτητές των ΑΕΙ. Τέλος, θα δοθεί εύφημη μνεία ευδόκιμης διδασκαλίας στο φιλόλογο καθηγητή ή δάσκαλο.

Για περισσότερες πληροφορίες, οι ενδιαφερόμενοι μαθητές μπορούν να απευθύνονται στο μέλος της Οργανωτικής Επιτροπής του Διαγωνισμού κ. Χ. Φωτεινόπουλο, στο τηλέφωνο 26920-24710 ή να αποστέλλουν e-mail στο

library@lvk-kalavr.ach.sch.gr

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από κακόβουλη χρήση. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε την Javascript για να τη δείτε.


. Ακόμη, μπορούν να ανατρέχουν στην ιστοσελίδα
www.kalavrita.gr.

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2009

Νερό...

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2009

Παρουσίαση βιβλίου στη Λεμεσό

Τρίτη 16 Ιουνίου 2009

Ο Σωκράτης ήταν πράγματι ένοχος


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Σωκράτης ήταν πράγματι ένοχος

Η μοιραία δίκη που έγινε στην Αθήνα το 399 π.Χ. φωτίζεται διαφορετικά από τον γνωστό αναθεωρητή κλασικιστή Πολ Κάρτλιτζ στο τελευταίο του βιβλίο

της ΜΑΙΡΗΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

| Κυριακή 14 Ιουνίου 2009






Η θανατική καταδίκη του Σωκράτη παραμένει ένα από τα άλυτα αινίγματα της Ιστορίας, παρ΄ ότι έχουν γραφεί τόνοι συγγραμμάτων για εκείνη τη μοιραία δίκη που έγινε στην Αθήνα την άνοιξη του 399 π.Χ. Ωσπου πολύ πρόσφατα, στις 8 Ιουνίου 2009- 2.400 χρόνια αργότερα - κυκλοφόρησε το βιβλίοΑncient Greek Ρolitical Τhought in Ρractice(Η αρχαιοελληνική πολιτική σκέψη στην πράξη) του Πολ
Κάρτλιτζ, καθηγητή Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, για να βάλει κάποια πράγματα στη θέση τους: δεν ήταν παρωδία η επαίσχυντη αυτή δίκη, ήταν νομικά άρτια και ο Σωκράτης δικαίως κρίθηκε ένοχος για «ασέβεια». Λίγες ημέρες προτού μας επισκεφθεί για μία ακόμη φορά στην Αθήνα ο ελληνόφωνος καθηγητής της Εδρας Λεβέντη (Leventis Ρrofessor of Greek Culture- νέος τίτλος του καθηγητή Πολ Κάρτλιτζ στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ) για να λάβει μέρος στους εορτασμούς για το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, του ζητήσαμε να μας πει λίγα λόγια για αυτή την καινούργια ρηξικέλευθη πρότασή του.

- Ισχυρίζεστε ότι δικαίως κρίθηκε ένοχος ο Σωκράτης; Ας ελπίσουμε ότι δεν θα κατηγορηθείτε τώρα και εσείς για «ασέβεια» από τους κλασικιστές όλου του κόσμου...

«Επιτρέψτε μου να σας δώσω πρώτα μια εικόνα του πνευματικού και πολιτικού σκηνικού πίσω από αυτό το νέο βιβλίο μου: Εχουμε, πρώτον, μια δυτική παράδοση η οποία, όπως έδειξε η Τζένι Ρόμπερτς στο βιβλίο της του 1994, είναι πρωτίστως “αντι”-δημοκρατική (όσο και αν η “δημοκρατία” εφαρμόστηκε σε διάφορες περιοχές του κόσμου) και όπου η δίκη και καταδίκη του Σωκράτη χρησίμευσε συχνά ως βέργα παραδειγματισμού για το πόσο “ανόητοι”, “αδαείς”, “ασταθείς”, με “ψυχολογία όχλου” ήταν οι πολίτες της κλασικής Αθήνας και έτσι να δυσφημήσουν τον όρο “δημοκρατία”, ώσπου να εφεύρουν τον 19ο αιώνα τον όρο “αντιπροσωπευτική δημοκρατία” (την οποία οι αρχαίοι έλληνες δημοκράτες θα θεωρούσαν ολιγαρχία) και έτσι μόνο να γίνει η δημοκρατία αποδεκτή. Δεύτερον, έχουμε μια νέα “ολιστική” αντίληψη που λέει ότι η δημοκρατία (οποιουδήποτε είδους) δεν εφευρέθηκε στην Ελλάδα αλλά κάπου πιο “ανατολικά”, π.χ. στη χώρα των Φοινίκων- με τελευταίο υπέρμαχο αυτής της άποψης τον Τζον Κιν στο (960 σελίδων!) βιβλίο τουΤhe Life and Death of Democracy(Simon & Schuster, 2009): έπειτα από 90 σελίδες για την αθηναϊκή δημοκρατία, κάνει λόγο για τις φοινικικές και σουμεριακές συνελεύσεις παραβλέποντας εντελώς το σημείο-κλειδί της αθηναϊκής/ελληνικής δημοκρατίας, που ήταν μια δημοκρατία “πολιτών”, ανθρώπων της “πόλης”.

Σε αυτούς λοιπόν ήθελα να αντιπαραθέσω ότι, πρώτον, ο αθηναϊκός δήμος ΔΕΝ ήταν όχλος (οι πηγές που τον παρουσιάζουν ως τέτοιον ήταν “αντι”δημοκράτες, σαν τον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα). Δεύτερον, ήταν πράγματι οι Αθηναίοι που εφηύραν τη δημοκρατία με την έννοια που της απέδωσε το πρώτο κείμενο πολιτικής θεωρίας (ελληνική λέξη) με το προσιδιάζον όνομα Βιβλίο 3, κεφάλαιο 80 τωνΙστοριών του Ηροδότου... Ολα αυτά βέβαια παρουσιάζονται σε πολύ μεγαλύτερη έκταση στο βιβλίο μουΑncient Greek Ρolitical Τhought in Ρractice. Οπως καταλαβαίνετε, η δίκη του Σωκράτη είναι μόνο ένα παράδειγμα ανάμεσα σε άλλα σε ένα βιβλίο που αρχίζει με τον Ομηρο (περίπου 700 π.Χ.) και τελειώνει με τον Πλούταρχο (περίπου 100 μ.Χ.)».

- Ο αρχαίος σοφός προσέφερε στην πόλη του και σε όλον τον δυτικό πολιτισμό τη διαλεκτική μέθοδο, που σημαίνει αναζήτηση της αλήθειας έπειτα από κριτική εξέταση όλων των απόψεων.Ποιοι και γιατί έσυραν τον Σωκράτη στο δικαστήριο και ζήτησαν την ποινή του θανάτου; Λέτε ότι δίνεται απάντηση σε αυτό με βάση τη νοοτροπία της εποχής;

«Δεν λέω ότι απαντώνται όλα τα ερωτήματα- έχουν μείνει πολλά αναπάντητα! Για παράδειγμα, ποια ακριβώς ήταν η υπόθεση που κατέθεσαν εναντίον του οι τρεις κατήγοροι (ο Μέλητος και δύο οπαδοί του) κάτω από την επικεφαλίδα της “ασέβειας”; Μην ξεχνάτε ότι ήταν μια δίκη για “ασέβεια”όχι δίκη για “προδοσία” (δηλαδή για διαφθορά των νέων). Η “κύρια” κατηγορία ήταν θρησκευτική- και προσπάθησα να δείξω στο βιβλίο μου γιατί αυτή πρέπει να ήταν η “αληθινή” υπόθεση εναντίον του και όχι μια “δευτερεύουσα” κατηγορία, αφού η Αμνηστία του 403 π.Χ. προστάτευε τον Σωκράτη από την κατηγορία της προδοσίας πριν από το 404-403 (δεν μπορούσαν να απαγγελθούν κατηγορίες για αντι-αθηναϊκή ή αντι-δημοκρατική συμπεριφορά πριν από το 403). Αλλά και πάλι δεν είμαι ακριβώς σίγουρος τι ζητήθηκε από τους δικαστές να κατανοήσουν από το “δεν αναγνωρίζει τους θεούς της πόλης και εφευρίσκει άλλους καινούργιους δαίμονες (δαιμόνια)”».

- Με βάση το αθηναϊκό νομοθετικό σύστημα,σε αυτού του είδους τις δίκες ο κατηγορούμενος μπορούσε να προτείνει ο ίδιος την ποινή του.Ο Σωκράτης πρότεινε με χιούμορ- ή και σοβαράότι θα έπρεπε να επιβραβευτεί μάλλον για τις υπηρεσίες του στην πόλη και να καταβάλει το πρόστιμο μιας μνας (ένα ευρώ,ας πούμε) γιατί τόσο μόνο ήταν το εισόδημά του.Τελικά καταδικάστηκε σε θάνατο.Ηταν νομικά ορθό αυτό; «Ναι, ήταν νομικά απολύτως ορθό. Η κατηγορία της ασέβειας ήταν αρκετά ασαφής- αντίθετα με εμάς, οι Αθηναίοι δεν καθόριζαν με σαφήνεια το πώς εννοούσαν την ασέβεια για να μπορέσουμε να υποθέσουμε για τι ακριβώς κατηγορήθηκε ο Σωκράτης. Ηταν λογικό συνεπώς να υπάρχουν ελαφρότερες και βαρύτερες ποινές αναλόγως της σοβαρότητας της ασέβειας, όπως οι ένορκοι ήθελαν να τη δουν. Ο Μέλητος και η παρέα του είχαν ζητήσει θανατική καταδίκη από την αρχή- με άλλα λόγια, τοποθετούσαν το υποτιθέμενο θρησκευτικό έγκλημα του Σωκράτη στην ίδια βαθμίδα με την ιεροσυλία, που σήμαινε αυτομάτως την εσχάτη ποινή. Ο Σωκράτης όμως μοιάζει πως πίστευε από την αρχή ότι καθόλου δεν ήταν ένοχος για “ασέβεια” και ότι αντίθετα από το να “διαφθείρει” τους νέους είχε προσφέρει μόνο καλό στους μαθητές του, όπως και μόνο καλό στην πόλη των Αθηνών (κάνοντας αυτό που εσείς αποκαλείτε “αναζήτηση της αλήθειας έπειτα από κριτική εξέταση όλων των απόψεων”- αλλά εγώ θα πρόσθετα: “της αλήθειας όπως την έβλεπε ΕΚΕΙΝΟΣ...”. Είχε μια ριζικά ατομικιστική, και ως εκ τούτου αντι-δημοκρατική, αντίληψη της “αλήθειας” και μάλιστα της “γνώσης” στο σύνολό της. Για εκείνον, χωρίς τόσο μεγάλη υπερβολή, η “γνώμη” της πλειοψηφίας ήταν πάντα λάθος».

- Ο Σωκράτης αγαπούσε το δημοκρατικό πολίτευμα της πόλης του,είχε διαμορφώσει τη συνείδησή του μέσα από τους νόμους της πόλης του,αλλά κάνοντάς το ήρθε σε σύγκρουση μαζί της. Εχουμε το ίδιο τραγικό δίλημμα που αντιμετωπίζουν ακόμη οι ελεύθερα σκεπτόμενοι άνθρωποι στις δυτικές δημοκρατίες;

«Δεν έχουμε τεκμήρια ότι ο Σωκράτης αγαπούσε το δημοκρατικό πολίτευμα της πόλης του ως τέτοιο. Με άλλα λόγια, μπορεί να ήταν νομοταγής πολίτης, οπότε εφάρμοζε τους νόμους της πόλης- που κατά σύμπτωση ήταν δημοκρατική. Αλλά δεν έχουμε τεκμήρια ότι εφάρμοζε τους νόμους “επειδή” ήταν δημοκρατικοί- θυμηθείτε ότι το 404-403 π.Χ. παρέμεινε πολίτης της “ολιγαρχίας” των Τριάκοντα Τυράννων υπό τον Κριτία αντί να εγκαταλείψει την πόλη και να ενωθεί με τους Δημοκρατικούς του Θρασύβουλου για την ανατροπή τους. Είναι αλήθεια ότι αρνήθηκε να εκτελέσει μια εντολή των Τριάκοντα, αλλά αυτό έγινε γιατί θεώρησε την εντολή έκνομη, όχι γιατί ήταν ολιγαρχικής έμπνευσης, ούτε και τιμωρήθηκε όμως γιατί τους παράκουσε».

- Ισως ο αρχαίος σοφός έγινε πράγματι αποδιοπομπαίος τράγος για τα δεινά που ενέσκηψαν στην πόλη μετά τον μεγάλο λοιμό και την ήττα στον Πελοποννησιακό Πόλεμο,αλλά μήπως οι Αθηναίοι δεν μπορούσαν επιπλέον να ανεχθούν την οξεία κριτική ενός ανθρώπου που έλεγε ότι δεν γνωρίζει τίποτε και ανέτρεπε την ίδια στιγμή όλες τις δεδομένες πεποιθήσεις;

«Αν εννοείτε ότι δεν μπορούσαν να ανεχθούν “κάποιον του οποίου οι απόψεις εκλαμβάνονταν ως αντι-δημοκρατικές”, τότε θα συμφωνήσω. Επίσης συμφωνώ ότι έγινε αποδιοπομπαίος τράγος- αλλά θα το έθετα θετικά κάτι τέτοιο, αντίγια αρνητικά: Συμφωνώντας να καταδικάσει τον (αντι-δημοκράτη) Σωκράτη σε θάνατο, ο δήμος προσπάθησε να αφήσει πίσω του τις διακρίσεις, τις στάσεις, τις εσώτερες μνησικακίες που μάστιζαν την Αθήνα από το 411 π.Χ. και (όπως πολλοί Αθηναίοι πίστευαν, του Θουκυδίδη περιλαμβανομένου) είχαν σε μεγάλο βαθμό προκαλέσει την ήττα της Αθήνας από τη Σπάρτη».

- Λέτε ότι ο Σωκράτης ουσιαστικά προκάλεσε τον θάνατό του και αναδείχθηκε πνευματικός ήρωας,αλλά καταδικάστηκε με τον νόμο.Ο ίδιος παραδέχθηκε ως δικαστές του μόνον όσους ψήφισαν την αθώωσή του.Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν απλώς θέμα έλλειψης τύχης;

«Εν μέρει, ναι, νομίζω ότι ήταν και θέμα τύχης, αφού τα ζητήματα- νομικά, θρησκευτικά, πολιτικά- δεν ήταν ξεκάθαρα καθορισμένα. Αλλά με βάση το αθηναϊκό σύστημα, το αποτέλεσμα μιας σημαντικής πολιτικής δίκης εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την εκπροσώπηση του ατόμου, περιλαμβανομένης της χρησιμοποίησης έξυπνης ρητορικής. Ο Σωκράτης, με το να μην εκφωνήσει ούτε καν μια στοιχειώδη απολογία ή έναν λόγο υπεράσπισης του εαυτού του (να γιατί ο Πλάτωνας και ο Ξενοφώντας αισθάνθηκαν την ανάγκη να το κάνουν αυτοί για εκείνον μετά τον θάνατό του- και κοιτάξτε πόσο “διαφορετικές” είναι οι δύο απολογίες...), απεργάστηκε στην πράξη μια γελοιοποίηση ολόκληρου του δημοκρατικού συστήματος ποινικής δικαιοσύνης. Οπότε, αν θέλετε, ο Σωκράτης προκάλεσε μόνος του την κακή του τύχη- καθαρή περίπτωση κακοδαιμονίας...».




ΠΗΓΗ: ΤΟ ΒΗΜΑ