στην άκρη του βράχου
με τα πόδια στο νερό
Κι αγναντεύει το λιμανάκι
Τι άραγε να σκέφτεται;
Ρωτά τα βράχια και τα κύματα
Γιατί παράκαιρα
άνθισαν τα λουλούδια;
Ρωτά τη θάλασσα
Μπορεί το ριζικό ν’ αλλάξει;
Κοιτάζει μελαγχολικά
Τη βάρκα που σιμώνει
Και μες τα στήθια της
Σιωπηλή μια κραυγή
σκίζει το άπειρο.
με τα πόδια στο νερό
Κι αγναντεύει το λιμανάκι
Τι άραγε να σκέφτεται;
Ρωτά τα βράχια και τα κύματα
Γιατί παράκαιρα
άνθισαν τα λουλούδια;
Ρωτά τη θάλασσα
Μπορεί το ριζικό ν’ αλλάξει;
Κοιτάζει μελαγχολικά
Τη βάρκα που σιμώνει
Και μες τα στήθια της
Σιωπηλή μια κραυγή
σκίζει το άπειρο.
Νικόλα, αφού απόλαυσα το όμορφο ποίημα δεν τα κατάφερα να μην κάνω τον συνειρμό:
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπορεί και να σκέφτεται: "...δεν μπορώ να το πιστέψω πως τους έφερε η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας..."
Μάρλεν σ΄ευχαριστώ για το σχόλιο σου για το ποιήμα. Έχεις δίκιο. Μπορεί όμως και να σκέφτεται πως τους φέραμε εμείς με τα τόσα λάθη μας...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολυτάλαντος Νικόλα!
ΑπάντησηΔιαγραφή..."Είναι δύσκολο να πιστέψω πως μας τους έφερε η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας", γράφει ο Κ.Μόντης.Ο υπαινιγμός είναι εμφανής.