Σελίδες

Κυριακή 2 Αυγούστου 2009

Ο Αύγουστος του Κούντερα





Στο τελευταίο του δοκίμιο με τίτλο "Une rencontre" ("Μια συνάντηση"), ο Μίλαν Κούντερα προσεγγίζει ακροθιγώς τα πολιτικά ζητήματα - όπως άλλωστε σε όλα του τα βιβλία. Αυτό σημαίνει, άραγε, ότι το έργο του είναι απολιτικό; Όχι, βέβαια. Ένα τέτοιο συμπέρασμα θα ήταν μάλλον αβασάνιστο. Εξάλλου, αν εξετάσουμε από πιο κοντά αυτό το ζήτημα, ίσως κατανοήσουμε την περιπέτεια(1) που πέρασε πέρυσι ο συγγραφέας του "Αστείου"(2) και της "Αβάσταχτης ελαφρότητας του είναι"(3)...
Πράγα, Ιούνιος 1967. Τυπικά, στην εξουσία βρίσκεται ακόμα η παλιά νεοσταλινική φρουρά, η οποία όμως αδυνατεί να συγκρατήσει τον πολιτισμικό και διανοητικό αναβρασμό που ανατρέπει κάθε δογματισμό. Εκείνη την εποχή, λοιπόν, λαμβάνει χώρα το συνέδριο της Ένωσης Συγγραφέων. Τις εργασίες του συνεδρίου ανοίγει με την ομιλία του ένας νέος μυθιστοριογράφος, σχεδόν άγνωστος έξω από τα σύνορα της χώρας του. Αμέσως δίνεται το στίγμα. Ανησυχία για την τύχη των νεοσυσταθέντων "μικρών εθνών" της κεντρικής Ευρώπης, πάνω από τα οποία πλανάται συνεχώς το φάσμα της υποτέλειας ή και της "απορρόφησης" από τις γειτονικές ισχυρές αυτοκρατορίες (σαφέστατος υπαινιγμός για τη σοβιετική προστασία). Διεκδίκηση, κυρίως, της θεμελιώδους αρχής της ελευθερίας της έκφρασης -ενάντια σε κάθε λογοκρισία, "γιατί στην αλήθεια φτάνουμε μόνο μέσα από την ανταλλαγή ελεύθερων απόψεων"- η έλλειψη της οποίας πλήττει τα θεμέλια κάθε πολιτισμού. Η ομιλία χαιρετίστηκε με επευφημίες και οι άλλοι ομιλητές (κυρίως οι Λούντβικ Βακούλικ, Πάβελ Κόχουτ, Αντονίν Λιχμ) στις εισηγήσεις τους θα κινηθούν στην ίδια κατεύθυνση. Όλα αυτά θα αποτελέσουν το πρελούδιο της "Άνοιξης της Πράγας": η εξουσία φυσικά θα σκληρύνει τη στάση της απέναντι στην εξέγερση, αλλά μάταια. Η αμφισβήτηση, ξεκινώντας από τους διανοούμενους, θα επεκταθεί σε κάθε σφαίρα της κοινωνίας. Τον Ιανουάριο του 1968, ο Αλεξάντερ Ντούπτσεκ διαδέχεται τον Αντονίν Νοβότνι στην ηγεσία του κυβερνώντος κόμματος και εκείνη τη στιγμή γεννιέται ένα εκπληκτικό κίνημα εκδημοκρατισμού του καθεστώτος. Όσο για τον νεαρό συγγραφέα που πρωτοστάτησε σ' αυτό, και τον οποίο ο ίδιος ο Νοβότνι θα χαρακτηρίσει "κύριο εμπνευστή"(4) των ταραχών που δεν κατάφερε να τιθασεύσει, ονομαζόταν Μίλαν Κούντερα. Το φθινόπωρο του 1968, λίγες εβδομάδες μετά τη σοβιετική εισβολή που έβαλε απότομα τέλος σ' αυτό το μεγάλο κίνημα αυτοδιάθεσης, κυκλοφόρησε στη Γαλλία το μυθιστόρημα του Κούντερα "Το αστείο". Τον πρόλογο είχε γράψει ο Αραγκόν, ο οποίος, αφήνοντας πίσω του δεκαετίες εθελοντικής δουλείας, κατήγγελλε την υποδούλωση της Τσεχοσλοβακίας και όριζε την εν εξελίξει "εξομάλυνση" ως καταστροφή, ως "Μπιάφρα του πνεύματος". Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι το μυθιστόρημα, ήδη από την έκδοσή του, υποβλήθηκε σε μια περιοριστική, στενά πολιτική, ανάγνωση. Εκείνη την εποχή έγινε δεκτό μόνο ως μαρτυρία της αμφισβήτησης του κομουνιστικού καθεστώτος, κάτι που περιόριζε σημαντικά την καλλιτεχνική, καθαρά μυθιστορηματική, αξία του.
Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο ο Κούντερα, στη συνέχεια, θα προσπαθήσει να αποτρέψει τον συγκεκριμένο περιορισμό. Θα αρνηθεί να γίνει αποδεκτός ως ένας απλός "διαφωνών", και αυτό εξαιτίας της ίδιας του της αντίληψης για την τέχνη του μυθιστορήματος. Μια τέχνη που, κατά τη γνώμη του, δεν έχει σκοπό να απεικονίζει προϋπάρχουσες βεβαιότητες (απόρριψη κάθε μορφής "στρατευμένου μυθιστορήματος"), αλλά, αντιθέτως, να αποσταθεροποιεί τις δεδομένες σκέψεις και παραστάσεις μας. Μια τέχνη, η οποία προσπαθεί να αποκαλύψει "αυτό που μόνο το μυθιστόρημα μπορεί να πει", δηλαδή να εξερευνήσει μέσα στην ανθρώπινη εμπειρία ζώνες του παράδοξου και της αμφισημίας που διαφεύγουν από τα άλλα ερμηνευτικά συστήματα, κυρίως τα πολιτικά. Να αντιπαραθέσει την αρχή του μυθιστορηματικού "διαλογισμού", σύμφωνα με τον όρο του Μιχαήλ Μπαχτίν, όπου όλες οι αλήθειες καθίστανται σχετικές εξαιτίας της ποικιλίας των φωνών και των απόψεων, στο καθεστώς της μοναδικής, αυταπόδεικτης, αλήθειας που χαρακτηρίζει τους λόγους των πολιτικών, τη συναίνεση, το δογματισμό.
Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε το χιούμορ και την ειρωνεία που υπάρχουν στο σύγχρονο μυθιστόρημα, από τον Φρανσουά Ραμπελέ μέχρι τον Μπαχτίν, ενώ οι πολιτικοί θεωρούν δεδομένο ότι το είδος αυτό διέπεται πάντοτε από πνεύμα σοβαρότητας. Ο Κούντερα εκφράζει πολύ συχνά την άποψή του: "Στην επικράτεια του μυθιστορήματος, δεν υπάρχουν διαβεβαιώσεις: υπάρχουν μόνο παίγνια και υποθέσεις". Ή ακόμη: "Σιχαίνομαι εκείνους που σε ένα έργο τέχνης θέλουν να βρουν μια στάση (πολιτική, φιλοσοφική, θρησκευτική), αντί να αναζητήσουν εκεί μια τάση, να γνωρίσουν, να καταλάβουν, να αντιληφθούν αυτήν ή την άλλη πλευρά της πραγματικότητας"(5). Αυτό σημαίνει, άραγε, ότι το μυθιστόρημα, κατά τον Κούντερα, δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική; Προφανώς και όχι: Αρκεί να διαβάσουμε τα μυθιστορήματά του, τόσο εκείνα που τοποθετούνται στην κομουνιστική Τσεχοσλοβακία όσο και εκείνα που αφορούν τη δυτική Ευρώπη, για να αντιληφθούμε ότι δεν είναι καθόλου αδιάφορα για τις πολιτικές καταστάσεις που χρησιμεύουν ως πλαίσιο για την αφήγηση. Με την προϋπόθεση όμως να διευκρινίσουμε ότι το πολιτικό πλαίσιο δεν είναι το αντικείμενο της συγκεκριμένης αφήγησης (και των "διαλογισμών" που συνδέονται με αυτήν), αλλά μάλλον εκείνο που επιτρέπει να φωτιστούν κάποιες υπαρξιακές συμπεριφορές που εγγράφονται εκεί, κάποιες δυνατότητες της ανθρώπινης εμπειρίας που ενεργοποιούνται.
Η εικόνα των κομουνιστικών καθεστώτων δεν εστιάζει στις πολιτικές ή οικονομικές πλευρές τους, αλλά μάλλον στις συμπεριφορές (υποκειμενικές, φυσικά) που αυτά γεννούν ή ευνοούν. Την αλλοτρίωση του κιτς (καθρέφτης εξιδανικευτικός, απατηλός και συναισθηματικός μιας απογοητευτικής πραγματικότητας), τις λυρικές ψευδαισθήσεις (και την υπέρμετρη προσχώρηση στον συλλογικό ενθουσιασμό), την τυφλή πίστη στη νεωτερικότητα (ή σε μια επιβεβλημένη "έννοια της ιστορίας"), τη λατρεία της παιδικής ηλικίας (οι εικόνες των αξιωματούχων περιτριγυρισμένων από πιονέρους, εμβλήματα του κομουνισμού ως "νεολαία του κόσμου"), το μύθο της διαφάνειας (που μπορεί να χρησιμεύσει ως άλλοθι για τις χειρότερες προδοσίες), τον μοραλισμό, την παραποίηση της μνήμης (που συνδέει την τάση του ατόμου "να διορθώσει το παρελθόν του" με τη σταλινική πρακτική του ρετουσαρίσματος των φωτογραφιών και του αναδρομικού εξαγνισμού).
Το πιο ενδιαφέρον, όμως, στα μυθιστορήματα που έγραψε ο Κούντερα μετά την εγκατάστασή του στη Γαλλία [από "Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης" (6) και την "Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι" έως την "Άγνοια"(7)] είναι ότι εντοπίζονται ακριβώς οι ίδιες τάσεις στη Δύση, εκεί όπου η κυριαρχία του θεάματος (ή αυτού που ο συγγραφέας αποκαλεί "εικονολογία") αντικαθιστά την κυριαρχία της ιδεολογίας. Εκεί όπου ο μύθος της διαφάνειας γεννά τη βασιλεία της γενικευμένης αδιακρισίας (κυρίως των ΜΜΕ). Εκεί όπου το κιτς τροφοδοτεί τη διαφήμιση, όπου η παιδική ηλικία κυριεύει τις οθόνες και τα ήθη, όπου ο θρίαμβος του "αιώνιου παρόντος" (όπως λέει ο Γκι Ντεμπόρ) προκαλεί εξίσου επικίνδυνες παραποιήσεις της μνήμης, όπου η προσχώρηση στη νεωτερικότητα ανήκει στην ίδια τη λογική της αγοράς (και όπου στην πλειονότητά τους οι λόγοι των πολιτικών εμφανίζουν τις χειρότερες υφέσεις ως "νεωτερικές" και "μη αντιστρέψιμες"), όπου οι λυρικές ψευδαισθήσεις και ο κομφορμισμός της ανταρσίας χαρακτηρίζουν την πανταχού παρούσα συντηρητικότητα - και όπου η τάση για αγωγές (και για "ηθική κρίση") φαίνεται να έχει γίνει η κυρίαρχη διανοητική δραστηριότητα... "Θεωρώ ότι η εμπειρία του κομουνισμού είναι μια εξαιρετική εισαγωγή στον σύγχρονο κόσμο γενικά", γράφει ο Κούντερα.
Με αυτή την έννοια, δεν είναι περίεργο που δεν βιάστηκε να εισχωρήσει τυφλά σ' αυτό που διαδέχθηκε τον κομουνισμό στην πατρίδα του. Που δεν ένιωσε υποχρεωμένος να χαιρετίσει με ενθουσιασμό τον τρόπο με τον οποίο η τυραννία των υποτιθέμενων νόμων της αγοράς αντικατέστησε την τυραννία του κόμματος και ο εξαμερικανισμός αντικατέστησε τον επιβαλλόμενο εκρωσισμό. Επίσης δεν πρέπει να μας εντυπωσιάζει το ότι, τελικά, αντί να επιστρέψει στην Πράγα, προτίμησε να παραμείνει σε ένα καθεστώς εξορίας που του επιτρέπει τουλάχιστον να γράφει και να σκέφτεται ελεύθερα, ανεξάρτητα από κάθε εξουσία.
Το ζήτημα της "αδύνατης επιστροφής", το γνωρίζουμε, είναι ακριβώς αυτό που πραγματεύεται το τελευταίο του μυθιστόρημα, "Η άγνοια", με τρόπο αστείο και συγκλονιστικό ταυτόχρονα. Από το έργο αυτό θυμόμαστε μια συμβολική σκηνή, κατά την οποία συναντιούνται δύο άνθρωποι που τους χώρισε η πολιτική: ο ένας, πρώην οπαδός του κομουνιστικού καθεστώτος, που παρέμεινε στη χώρα του, και ο άλλος, διαφωνών, που οδηγήθηκε στην εξορία.
Από μια ειρωνεία χαρακτηριστική του Κούντερα, και οι δύο καταφέρνουν να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον, διότι αισθάνονται παρόμοια ξένοι μέσα σ' αυτό που έχει γίνει η Δημοκρατία της Τσεχίας: ένας κόσμος όπου η εκμάθηση της ρωσικής γλώσσας δεν είναι υποχρεωτική, αλλά όπου οι απαιτήσεις της αγοράς επιβάλλουν σε όλους να μιλάνε αγγλικά, όπου ο Φραντς Κάφκα, άλλοτε λογοκριμένος από το καθεστώς, τώρα πια είναι μόνο μια τουριστική ατραξιόν. "Η σοβιετική αυτοκρατορία κατέρρευσε γιατί δεν μπορούσε πια να καθυποτάξει τα έθνη που ήθελαν να είναι κυρίαρχα. Τα έθνη αυτά όμως είναι λιγότερο κυρίαρχα από ποτέ. Δεν μπορούν να επιλέξουν ούτε την οικονομία τους, ούτε την εξωτερική τους πολιτική, ούτε καν τα σλόγκαν που χρησιμοποιούν στις διαφημίσεις τους(8)", λέει ο ένας απ' τους δύο.
Το τελευταίο δοκίμιο του Κούντερα, "Μια συνάντηση", που κυκλοφόρησε πρόσφατα στη Γαλλία, δεν είναι πολιτικό βιβλίο. Όπως λέει ο ίδιος, σκοπός του είναι μάλλον, υποβάλλοντας σε μια νέα θεώρηση κάποια κείμενα σκόρπια μέχρι τότε, να συνεχίσει τον μακρύ διαλογισμό του πάνω στην τέχνη του μυθιστορήματος. Να επιστρέψει στα μεγάλα "υπαρξιακά" ζητήματα που στοιχειώνουν το έργο του. Να χαιρετίσει τους συγγραφείς και καλλιτέχνες που απαρτίζουν την οικογένεια που επέλεξε - επιμένοντας κυρίως, αυτή τη φορά, στον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος συνάντησε αυτά τα έργα, ή τους δημιουργούς τους, και στον ρόλο που έπαιξαν στη δική του πορεία: αποτέλεσμα, το πιο προσωπικό βιβλίο ενός συγγραφέα που δεν του αρέσει καθόλου να μιλάει για τον εαυτό του(9). Ιδού, λοιπόν, έξοχες σελίδες για τη ζωγραφική του Φράνσις Μπέικον (συμπεριλαμβανομένης και μιας διαφωτιστικής σύγκρισης με το σύμπαν του Σάμιουελ Μπέκετ). Μια βαθιά και λεπτομερής μελέτη για την προσφορά του Λέος Γιάνατσεκ, του συμπατριώτη του, στην τέχνη της μουσικής - όπου φαίνεται καθαρά η συγγένεια ανάμεσα στην αισθητική του συνθέτη και τις αρχές που διέπουν τη γραφή του Κούντερα. Μια προσπάθεια αποκατάστασης της μυθιστορηματικής τέχνης του Ανατόλ Φρανς (ιδίως σχετικά με ένα βιβλίο όπως το "Οι θεοί διψούν"): Ευκαιρία να αναρωτηθεί πώς ο εξοστρακισμός που υπέστη κάποτε ο Γάλλος συγγραφέας από τους νέους υπερρεαλιστές μπόρεσε να προκαλέσει τόσο μεγάλη προκατάληψη και πώς λειτουργούν οι "μαύρες λίστες" που τροφοδοτούν τον κομφορμισμό των διανοουμένων και των καλλιτεχνών. Μια αξιοπρόσεκτη απολογία του Κούρτσιο Μαλαπάρτε, ο οποίος θεωρήθηκε ότι έκανε τα δύο μεγαλύτερα βιβλία του ("Καπούτ" και κυρίως "Το δέρμα") αληθινά μυθιστορηματικά αριστουργήματα, όπου η ντοκιμαντερίστικη πραγματικότητα μεταμορφώνεται από μια παραισθητική θεώρηση, στα όρια του φανταστικού - με αυτό τον παράδοξο συνδυασμό σκληρότητας και συμπόνιας, απελπισίας και ειρωνείας, μέσω των οποίων ξεπερνά τα όρια του απλού ρεπορτάζ και διευρύνει ταυτόχρονα τον τομέα του μυθιστορήματος.
Σύντομοι φόροι τιμής, επίσης, σε κάποιους μυθιστοριογράφους της γενιάς του (Χουάν Γκοϊτισόλο, Φίλιπ Ροθ, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Ντανίλο Κις, Κάρλος Φουέντες) μαρτυρούν ένα είδος αισθητικής αδελφοσύνης, τελικά αρκετά σπάνιας στους σημερινούς λογοτεχνικούς κύκλους (λες και, γι' αυτόν, η τέχνη του μυθιστορήματος, περιθωριοποιημένου από την κυρίαρχη πολιτιστική βιομηχανία, άξιζε μια πραγματική στράτευση). Πρέπει επίσης να αναφέρουμε κάποιες εντυπωσιακές σελίδες για τους Ραμπελέ, Φεντερίκο Φελίνι, Ιάνη Ξενάκη, Εμίλ Μισέλ Σιοράν... Ένα βιβλίο, επομένως, ουσιαστικά επικεντρωμένο στις τέχνες και τη λογοτεχνία - αλλά όπου ξεπροβάλλουν εδώ κι εκεί κάποιες έμμεσες πολιτικές σκέψεις, που δεν πρέπει να υποτιμήσουμε. Μια μικρή αναφορά, αρχικά, στη Βέρα Λινάρτοβα, όπου ο Κούντερα, απέναντι στην κοινή παραδοχή ότι ο κομουνισμός είναι "το απόλυτο κακό" και οι εξορίες που προκάλεσε ήταν "τραγωδίες", εκφράζει την ιδέα ότι η εξορία μπορεί να βιωθεί σαν μια απελευθερωτική εμπειρία, και μάλιστα ιδιαίτερα γόνιμη (κάτι που μας βοηθάει να καταλάβουμε γιατί, "μετά το τέλος του κομουνισμού, σχεδόν κανείς από τους μεγάλους καλλιτέχνες που διέφυγαν στο εξωτερικό δεν έσπευσε να γυρίσει στην πατρίδα").
Ένας μακρύς και βαθύς διαλογισμός, στη συνέχεια, για τη Μαρτινίκα, ευκαιρία να συγκρίνει την αντιφατική τύχη των "μικρών εθνών" (της κεντρικής Ευρώπης και της Καραϊβικής) και να αποτίσει φόρο τιμής στον Εμέ Σεζέρ, που προκάλεσε το θαυμασμό γιατί ήταν ταυτόχρονα αλύγιστος αγωνιστής για την αυτοδιάθεση του λαού του και ένας ποιητής τοποθετημένος στη συμβολή των πιο διαφορετικών ρευμάτων, συμπεριλαμβανομένης της τολμηρότητας της νεωτερικότητας (εν προκειμένω του υπερρεαλισμού): μοναδική συγκυρία, που δεν τη βρίσκεις αλλού. Μια αναφορά, τέλος, και αυτό είναι σημαντικό, στην "Άνοιξη της Πράγας", αυτή τη σύντομη στιγμή, κατά την οποία "όλες οι κοινωνικές οργανώσεις (...) που ο αρχικός τους προορισμός ήταν να δείχνουν στο λαό τη βούληση του Κόμματος" έγιναν "τα απρόσμενα εργαλεία μιας απρόσμενης δημοκρατίας"· κατά την οποία συνυπήρξε ένα αυθεντικά σοσιαλιστικό υπόβαθρο (κολεκτιβοποιημένη οικονομία, "γεωργία στα χέρια συνεταιρισμών", κοινωνία που στόχευε στην ισότητα, χωρίς πάρα πολύ πλούσιους ανθρώπους, με δωρεάν περίθαλψη και παιδεία) με την κατάργηση της "εξουσίας της μυστικής αστυνομίας", "το τέλος των πολιτικών διώξεων", την "ελευθερία να γράφεις χωρίς λογοκρισία" και, συνεπώς, "την άνθηση της λογοτεχνίας, της τέχνης". Δεν είχε διάρκεια, γράφει ο Κούντερα, και ίσως να μην μπορούσε και να διαρκέσει - όμως "εκείνο το δευτερόλεπτο κατά το οποίο υπήρξε, εκείνο το δευτερόλεπτο ήταν υπέροχο".
Καταλαβαίνουμε, έτσι, καλύτερα το λόγο της κατάπτυστης εκστρατείας συκοφάντησης εναντίον του Κούντερα, πέρυσι, από την Πράγα, με βάση ένα κατηγορητήριο από τα πιο ύποπτα, που απεδείκνυε μόνο τη βούληση να τον βλάψουν. Είναι προφανές ότι αν είχε προσχωρήσει επιδεικτικά στο υπερφιλελεύθερο και φιλοαμερικανικό καθεστώς που κυριαρχεί σήμερα στη χώρα όπου γεννήθηκε, τίποτα από αυτά δεν θα του είχε συμβεί. Μπορούμε επίσης να σκεφτούμε ότι, μέσα απ' αυτόν, θέλουν να δυσφημίσουν όλο το πνεύμα της "Άνοιξης της Πράγας", από το οποίο δεν απαρνήθηκε τίποτα και του οποίου είναι ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους εν ζωή. Το πνεύμα, εν ολίγοις, εκείνων που θέλησαν να χτίσουν έναν "σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο" και δεν τους εκφράζει καθόλου ο θρίαμβος, πάνω στα ερείπια του κομουνισμού, ενός ξεκάθαρου καπιταλισμού με κτηνώδες πρόσωπο.



Του GUY SCARPETTA* ΠΟΛΙΤΗΣ / Le Monde Diplomatique

Κωδικός άρθρου: 887538

ΠΟΛΙΤΗΣ - 02/08/2009, Σελίδα: 8

3 σχόλια:

  1. Πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση του (πολιτικού) Κούντερα, ο οποίος, όπως πολύ σωστά επισημαίνει το άρθρο, δεν εισχώρησε σε κανένα καθεστώς, γιατί αυτό που πολεμά με τα γραφόμενά του είναι τον ολοκληρωτισμό, σε κάθε μορφή, έκφανση κι έκφρασή του.

    Η Σαμπίνα στην "Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι" φωνάζει πως: "Ο εχθρός μου δεν είναι ο κομμουνισμός, είναι το κιτς!" Όπου κιτς σημαίνει την κατάργηση της αμφισβήτησης, της αναζήτησης και της ατομικής ιδιαιτερότητας.

    Κι επειδή το κιτς αυτού του είδους είναι δύστυχως και σήμερα κυρίαρχο, ο Κούντερα παραμένει επίκαιρος και χρήσιμος για όσους επιθυμούν ακόμη να σκέφτονται.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Στη πραγματικότητα δεν εισχώρησε σε κανένα καθεστώς μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού
    Διότι το 1948 έγινε μέλος της Νεολαίας του Κομμουνιστικού Κόμματος Τσεχοσλοβακίας αλλά διαγράφηκε δύο χρόνια αργότερα για «αντικομματική δραστηριότητα». Ο συγγραφέας έγινε δεκτός ξανά στο κόμμα το 1956, για να διαγραφεί εκ νέου το 1970.
    Πράγματι ο Κούντερα παραμένει και σήμερα και θα συνεχίσει να παραμένει επίκαιρος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αυτό που ασπάζεται η πλειοψηφία αυτό ακριβώς είναι το kitsch. Πρέπει τα συναισθήματα που υποκινούνται από το kitsch να ασπάζονται από τους πολλούς. Δεν είναι kitsch το ασυνήθιστο και το γκροτέσκο όπως σχεδόν όλοι φρονούν αλλά οι εικόνες και οι φράσεις-κλειδιά (πατρίδα, λαός, συμφέρον του πολίτη,η ανάμνηση του πρώτου έρωτα κλπ) που είναι χωμένα βαθιά στη μνήμη του ανθρώπου όπως και τα προερμηνευμένα γεγονότα. Οι απαντήσεις στη ''χώρα'' του kitsch δίνονται εκ των προτέρων και άρα ο μόνος αντίπαλος του kitsch είναι ο άνθρωπος που θέτει ερωτήσεις. Αυτά...

    ΑπάντησηΔιαγραφή