Πάσχα του 1960. Σκίζει ό,τι έχει γράψει στην Αυστραλία -εκατοντάδες σελίδες- και ξεκινάει από την αρχή. Εκστασιασμένος από την επιστροφή του στην Ελλάδα, την οποία αντικρίζει ξανά ύστερα από τρία χρόνια απουσίας, πιάνει την άκρη του νήματος και προσπαθεί να βγει από τον λαβύρινθο των αναμνήσεών του. Παραδομένος σε μια ανείπωτη ευτυχία, μαγεμένος από μια χώρα που είναι σαν να ανακαλύπτει για πρώτη φορά, ανασκευάζει, «διορθώνει» τη ζωή στο χαρτί. Με αισιοδοξία και χιούμορ.
Διαβάζει τα πρώτα πέντε κεφάλαια στον Εμπειρίκο. Εκείνος ενθουσιάζεται, το αποκαλεί από την πρώτη στιγμή «ένα ελληνικό έπος» και τον ενθαρρύνει να συνεχίσει. Φορτώνει μια γραφομηχανή στη βέσπα που έχει φέρει μαζί του από το Σίδνεϊ και ξεκινάει για τον γύρο της Ευρώπης. Τα βράδια γλεντάει και τα πρωινά γράφει. Ετσι ολοκληρώνει «Το τρίτο στεφάνι». Σχεδόν απνευστί. Το βιβλίο που στοιχειώνει τον ίδιο αλλά και τη μεταπολεμική μας λογοτεχνία.
Αυτήν την εποποιία μιας εποχής, που μέσα από μονολόγους παραληρηματικούς, σχεδόν θεατρικούς (γεγονός πρωτόγνωρο στην ελληνική γραμματεία), καταφέρνει να αφηγηθεί τις ζωές δύο γυναικών και μέσα από αυτές ολόκληρη την ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Με όλους τους ιδιωματισμούς των λαϊκών ανθρώπων, τους αστεϊσμούς, τις εντάσεις και τις συγκινήσεις του αρχετυπικού τους λόγου.
Αντιστρέφοντας τα πραγματικά γεγονότα, κάνοντας τα δραματικά να μοιάζουν περισσότερο κωμικά, και τα κωμικά λίγο σαν δραματικά, κρατώντας παρ’ όλα αυτά την τραγικότητα σε στιγμές συντριβής και απόγνωσης. Και χάρις στο μπόλιασμα της μυθιστορηματικής φόρμας, ο ταπεινός και τετριμμένος διάκοσμος γίνεται νεοκλασικό σκηνικό και η γλώσσα της γειτονιάς λογοτεχνικό ύφος που ξεπερνάει την ηθογραφία και το πέρασμα του χρόνου- γίνεται ιστορική μαρτυρία. Από την ειδυλλιακή αθηναϊκή μπελ εποκ μέχρι την Κατοχή και τον Εμφύλιο, όπου κρατάει ίσες αποστάσεις από την αριστερά και τη δεξιά, σχολιάζοντας ευφυώς την ιδιοσυγκρασία του Ελληνα ανεξαρτήτως παράταξης.
Κι σε αυτό το «έπος της μικροαστικής Ελλάδας» (που ο ίδιος προτιμάει να χαρακτηρίζει «ιλαρο-τραγωδία»), με πρωταγωνίστρια την κυρά Εκάβη (δηλαδή τη γιαγιά του, δηλαδή την Ελλάδα), πρωταγωνιστής είναι στην πραγματικότητα ο ίδιος ο συγγραφέας. Σε μια πρόωρη παραδοχή -λογοτεχνικού- τρανσβεστισμού, μάλιστα, αφηγείται την ιστορία του μέσω της νύφης της Εκάβης, της Νίνας. Είναι το όνομα που αργότερα οικειοποιείται στις νυχτερινές του αναζητήσεις με την ιδιότητα του εκδιδόμενου τραβεστί, ενώ δηλώνει σε φιλολογίζουσες παρέες, λίγο για να σκανδαλίσει και λίγο για να υπερθεματίσει, «η Νίνα είμαι εγώ!»...
Γεννήθηκε το 1927 στη Θεσσαλονίκη. Παιδί χωρισμένων γονιών, τον πατέρα τον γνώρισε ελάχιστα. Η μάνα, ιδιαίτερα ανεξάρτητη για την εποχή της, τον «παραδίδει» και μεγαλώνει στα χέρια της Αθηναίας γιαγιάς του, που έχει βρεθεί στη Μακεδονία υπό τις ίδιες συνθήκες, πάνω κάτω, που βρέθηκε και η Εκάβη του «Στεφανιού». Και για τους ίδιους ακριβώς λόγους παίρνει τον εγγονό της και εγκαθίστανται στην Αθήνα, στο Μεταξουργείο, όπου ζει όλες τις περιπέτειες και τις σύγχρονες τραγωδίες της Ελλάδας. Ο Κώστας Ταχτσής περνάει την εφηβεία του σε ένα μητριαρχικό περιβάλλον, όπου τα αρσενικά πέφτουν συχνά θύματα των γυναικών, οι οποίες μηχανορραφούν εις βάρος τους, υφαίνοντας σαν τις αράχνες τον ιστό στον οποίο παγιδεύουν τους άντρες-θηράματά τους. Κι έτσι χάρη σε αυτές, διεισδύει από πολύ μικρός στη γυναικεία ψυχολογία -αντιζηλίες, προδοσίες, εκδίκηση- την οποία και αποδίδει τόσο αριστουργηματικά στο έργο του.
Ως ενήλικας, επιλέγει μια ζωή ακραία τολμηρή -ώς εξωφρενική: Ανοιχτά ομοφυλόφιλος από πολύ νωρίς (τον χαρακτηρίζει έντονα το αίσθημα της ελευθερίας) και υπέρμαχος της ειλικρίνειας και της συνέπειας λόγων και πράξεων όσο λίγοι, κάτι που στον πολυποίκιλο και πολυτάραχο βίο του δημιουργεί άπειρες προστριβές και έχθρες.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, φοιτητής της Νομικής ακόμα (την οποία ποτέ δεν τέλειωσε) γίνεται μέλος του κύκλου του «Βυζάντιου» και του «Μπραζίλιαν», των καφενέδων που στέγαζαν τις συζητήσεις και τα οράματα της πρώτης μεταπολεμικής -μεγαλοαστικής κυρίως- παρέας νεαρών διανοουμένων: Γιώργος Μακρής, Ελύτης, Γκάτσος, Χατζιδάκις, Αργυράκης, Νάνος Βαλαωρίτης -με τον οποίο συνδέεται φιλικά εφ’ όρου ζωής.
Κάνει μερικές ποιητικές απόπειρες με το «Περί ώραν δωδεκάτην» το ’53, και τη «Συμφωνία στο Μπραζίλιαν» το ’54, για να το πάρει απόφαση ότι δεν είναι «γεννημένος ποιητής», κι έτσι στην τελευταία του συλλογή «Καφενείο το Βυζάντιο», το ’56, βάζει τον Τσαρούχη και του φιλοτεχνεί το εξώφυλλο, με ένα αγγελτήριο θανάτου, «τελειώνοντας» με την ποίηση! Με τον ζωγράφο είναι γείτονες στις σοφίτες του περίφημου μεγάρου Καλλιγά στο Σύνταγμα, και οι σχέσεις τους καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους δεν διακρίνονται από μεγάλη σύμπνοια, αλλά μάλλον από ανταγωνιστική διάθεση. Σε αυτόν, εξάλλου, χρωστάει τη γνωστή ρήση: «Ο Ταχτσής κάνει γκελ με την άβυσσο»!
Εργάζεται ως γραμματέας του Αμερικανού επόπτη στο υδροηλεκτρικό εργοστάσιο του Λούρου, στην Αθήνα βιοπορίζεται διδάσκοντας αγγλικά, και το ‘54 αρχίζει τις μεγάλες του εξορμήσεις -και περιπέτειες- ανά την Ευρώπη. Το ‘56 δουλεύει ως βοηθός σκηνοθέτη στο «Παιδί και το δελφίνι», που γυρίζεται στην Υδρα με τη νεαρή τότε Σοφία Λόρεν, και τον επόμενο χρόνο φεύγει μετανάστης στην Αυστραλία. Στους «Αντίποδες» «ενηλικιώνεται»: Ξεκινάει την πρώτη εκδοχή του μυθιστορήματός του και αρχίζει να εκδίδεται ως παρενδυτικός, μια συνήθεια που τον ακολουθεί στο υπόλοιπο της ζωής του μέχρι τελευταίας -κυριολεκτικά- πνοής. Πάντα με το ίδιο μοτίβο: Σκεπτόμενος διανοούμενος το πρωί, ακροβάτης των σεξουαλικών ισορροπιών τη νύχτα.
«Το τρίτο στεφάνι» το εκδίδει πουλώντας ένα σπίτι στην Πλάκα, διανέμει τον Ιανουάριο του ‘63 μερικά αντίτυπα και φεύγει με το πρώτο καράβι, άρον άρον σαν απόδραση, για την Αμερική, όπου διανύει δύο συναρπαστικά και τρικυμιώδη χρόνια. Ο Βαλαωρίτης ιδρύει το λογοτεχνικό περιοδικό «Πάλι» και του ζητάει ένα διήγημα για το πρώτο τεύχος. Του στέλνει από τη Νέα Υόρκη «Τα ρέστα». Παρόλο που επανέρχεται αυτοβιογραφούμενος, η μοντέρνα γραφή και η κριτική απόσταση από τα βιώματά του αποδεικνύουν, χάρη στην άρτια τεχνική του, την ωριμότητα και την εξελισσόμενη μαστοριά του ως πεζογράφου. Με αφορμή τα επόμενα τεύχη, και ως μέλος της συντακτικής ομάδας του «Πάλι», πίσω στην Αθήνα, ολοκληρώνει σειρά διηγημάτων, κάτι σαν «ένα μυθιστόρημα αλυσίδα» όπως τα χαρακτηρίζει ο ίδιος, που κάτω από τον τίτλο του πρώτου αποτελούν τη συλλογική έκδοση του ‘72.
Η δικτατορία τού στερεί τη μαζική επανέκδοση του «Στεφανιού», καθώς ο Δεσποτίδης των εκδόσεων «Θεμέλιο», που του το προτείνει, συλλαμβάνεται την ώρα που στη Γαλλία εκδίδεται σε μετάφραση του κορυφαίου ελληνιστή Ζακ Λακαριέρ. Συνυπογράφει τη «Δήλωση των 18 κατά της λογοκρισίας», ενώ οι συναναστροφές του πια περιλαμβάνουν από τον Σεφέρη μέχρι τον Ιόλα, τον Φασιανό και τον Ακριθάκη, οι οποίοι αποδεικνύονται καρδιακοί φίλοι. «Το τρίτο στεφάνι» αναπάντεχα διαδίδεται χάρις στους πολιτικούς κρατουμένους του Κορυδαλλού, περνώντας από χέρι σε χέρι. Το 1973, ο Αγγελόπουλος συνεργάζεται μαζί του στο σενάριο του «Θιάσου», ξεχνώντας να βάλει το όνομά του στους συντελεστές.
Η μεταπολίτευση φέρνει ελπίδες για τις νέες προοπτικές της σύγχρονης Ελλάδας. Γίνεται σύμβουλος λογοτεχνίας στην κρατική τηλεόραση και συν-σχεδιάζει μαζί με τον Χατζιδάκι το Τρίτο Πρόγραμμα. Σύντομα όμως παραιτείται, συνειδητοποιώντας ότι, φύσει και θέσει ανένταχτος κι ελεύθερος, είναι αδύνατο να συμβιβαστεί με τους αυλοκόλακες και τα τερτίπια του κατεστημένου.
Διασκευάζει εξαιρετικά για τη φίλη του Ελλη Λαμπέτη το ’75 την πρωτοποριακή «Δεσποινίδα Μαργαρίτα» και το ’78 τη «Φιλουμένα», ενώ εξοργίζει την πλειονότητα των αρτηριοσκληρωτικών φιλολόγων, μεταφέροντας τον Αριστοφάνη σε σύγχρονες πολιτικοκοινωνικές αντιστοιχίες -«Λυσιστράτη», «Βατράχους», «Εκκλησιάζουσες», όλα παραγγελίες του Σπύρου Ευαγγελάτου- με τη χρήση λαϊκού ζωντανού λόγου και «καλλιαρντών» (την αργκό των τραβεστί). Ολα αυτά, στον κολοφώνα της δόξας του ?το «Στεφάνι» πια μπεστ σέλερ και το δοκιμιακό «Η γιαγιά μου η Αθήνα» του ’79 να τον ανάγει σε ζωντανό μύθο του αθηναϊκού γίγνεσθαι.
Στη δεκαετία του ’80 αναλώνεται σε φοβερές συγκρούσεις με τους παρενδυτικούς της Συγγρού, μια πολύπλοκη ρήξη με αφετηρία την ίδρυση του απελευθερωτικού κινήματος των γκέι, και η δημοσιοποίηση της προσωπικής του ζωής οδηγεί στην ακύρωση της κινηματογραφικής μεταφοράς του «Τρίτου στεφανιού» από τον Αγγελόπουλο και τον Κακογιάννη. Με αυτό το παράπονο φεύγει, θύμα μιας μυστηριώδους δολοφονίας από εραστή-πελάτη στο σπίτι του στον Κολωνό, ξημέρωμα της 26ης Αυγούστου του 1988, σε ηλικία μόλις εξήντα ενός ετών. Αφήνοντας ημιτελή μια εξαιρετικού ύφους και αφηγηματικής πυκνότητας προφητική αυτοβιογραφία «Το φοβερό βήμα», όπου πρόλαβε να πει τα πάντα για τον εαυτό του αλλά και για όλους τους υπόλοιπους, κάποιος -άθελα του ή προσχεδιασμένα- φρόντισε να μην προλάβει...
Περί ελευθερίας
«...Ετσι, κατέληξα και στον έρωτα ό,τι και σ’ όλα τα άλλα, δηλαδή να είμαι κάτι και συγχρόνως να μην είμαι. Να είμαι κι εδώ κι εκεί και παντού... Φαντάζομαι ότι αυτός είναι εν μέρει ο λόγος που με πιάνει ασφυξία ακόμα και στην ιδέα ότι μπορεί ν’ ανήκω επίσημα και τελεσίδικα σε μια οποιαδήποτε κλειστή ομάδα ή οργάνωση, κι αυτός είναι πάλι εν μέρει, ο λόγος που δεν πολυπιστεύω στην αποτελεσματικότητα οποιουδήποτε αγώνα μέσα από οργανώσεις. Πιστεύω ότι την αληθινή ελευθερία -κατ’ αντιδιαστολή προς τις πρακτικές ελευθερίες της καθημερινής ζωής- την κατακτάει κανείς μόνος του».
«Μια συνέντευξη» από το βιβλίο «Η γιαγιά μου η Αθήνα»
Και του λιμανιού και του σαλονιού
«...οι ανορθόδοξες ερωτικές μου συνήθειες, που είναι εξ’ ορισμού αταξικές, μ’ έμαθαν να μην κάνω κοινωνικές διακρίσεις. Εδώ πρέπει να εξομολογηθώ κάτι: Παρ’ όλα αυτά ποτέ δεν κατάφερα να ταυτιστώ με μια τάξη, ούτε με τους αστούς, ούτε με το λαό. Πάντα αισθανόμουν ότι ήμουν έξω, κάτι αλλιώτικο. Ούτε στο λούμπεν προλεταριάτο ανήκα ποτέ, ούτε στη μεγάλη κοινωνία, ούτε πουθενά. Τους έβλεπα όλους λίγο απέξω, λίγο αντικειμενικά, δηλ. μπορούσα τη μια στιγμή να είμαι με εργάτες και να φερθώ ανάλογα και την άλλη στο σαλόνι της κυρίας τάδε και να φερθώ επίσης ανάλογα. Μ’ όλους έκανα λίγο θέατρο».
«Διαβάζω», Μάιος-Οκτώβριος 1986
Αναλύοντας «Το τρίτο στεφάνι»
«Ο θρήνος ταιριάζει στις γυναίκες κι αυτό με βόλευε. Oπως όλες τις "πατρίδες", έτσι και την Ελλάδα τη φανταζόμαστε και την παριστάνουμε, παραδόξως, σαν γυναίκα. Μια γυναίκα, λοιπόν, ταυτίζεται πολύ εύκολα με την ίδια την Ελλάδα. Ετσι, όταν διαμαρτύρεται και κλαίει η ηρωίδα, διαμαρτύρεται και κλαίει η Ελλάδα. Κι εγώ ακριβώς αυτό ήθελα να κάνω -να βάλω την Ελλάδα να κλάψει, να κλάψω την Ελλάδα, να κλάψω με την Ελλάδα. Αλλ’ από την άλλη μεριά δεν ήθελα και να περιοριστώ στο κλάμα. Ηθελα να τελειώσω με μια νότα αισιοδοξίας και κατάφασης, που κι αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό των Ελλήνων σαν φυλής κι επί πλέον αισθητικά απαραίτητο. Αλλιώς το "Τρίτο στεφάνι", ήδη αρκετά καταθλιπτικό, θα γινόταν μια θηλιά γύρω απ’ το λαιμό του αναγνώστη».
Συνέντευξη στον Γ.Κ.Πηλιχό, περιοδικό «Ταχυδρόμος»
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
ΠΗΓΗ: ΕΘΝΟΣ