Σελίδες

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2009

Πολ Όστερ


Πολ Όστερ

Ο Πολ Όστερ γεννήθηκε το 1947 στο Νιου Τζέρσεϊ και σπούδασε αγγλική, γαλλική και ιταλική λογοτεχνία. Επίσης έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο Κολούμπια. Μετά τις σπουδές του ταξίδεψε για έξι περίπου μήνες με κάποιο δεξαμενόπλοιο και ύστερα πήγε στη Γαλλία, όπου μελέτησε σύγχρονους Γάλλους ποιητές. Στη συνέχεια ταξίδεψε σε διάφορες χώρες κι έκανε διάφορες δουλειές για βιοποριστικούς λόγους. Ξαναγύρισε στην Αμερική το 1974 και κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο 1979. Του είχε απονεμηθεί ο τίτλος του εταίρου από Εθνικό Κληροδότημα των Η.Π.Α. για τις Τέχνες, τόσο για την ποίηση όσο και τον πεζό του λόγο, ενώ το 1990 του απονεμήθηκε το βραβείο Μόρτον Ντάουεν Ζέιμπελ από την Αμερικανική Ακαδημία και το ινστιτούτο Τεχνών και Γραμμάτων. Έγραψε τα σενάρια των ταινιών Καπνός και το Μελανιασμένο Πρόσωπο. Στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Βερολίνου το 1995 η ταινία Καπνός βραβεύτηκε με την Αργυρή ’ρκτο, με το Ειδικό Βραβείο Κριτών, με το Βραβείο Κοινού για την καλύτερη ταινία. Το 1998 έγραψε το σενάριο και σκηνοθέτησε το κινηματογραφικό έργο Η Λουλού πάνω στη γέφυρα. Το έργο του έχει μεταφραστεί σε είκοσι μία γλώσσες. Ζει στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης με τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά του.

ΠΗΓΗ: Σ.Ι ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ Εκδοτικός Οίκος

ΠΟΛ ΟΣΤΕΡ

«Εχω πάρει πολλά ρίσκα στη ζωή μου»

της Πόπης Μουσουράκη

Το να περάσεις μια ολόκληρη ώρα κουβεντιάζοντας με τον Οστερ στο τηλέφωνο είναι ίσως από τις πιο γοητευτικές εμπειρίες. Κι όταν η φωνή, απ' την άλλη μεριά, δικαιώνει απόλυτα την εικόνα ενός σαγηνευτικού συγγραφέα, ζεστή, γενναιόδωρη, φινετσάτη, τότε η εμπειρία γίνεται κάτι παραπάνω από συναρπαστική.

Μοιάζει να κουβαλά στην αύρα του κάτι από τη μαγεία και το μυστήριο των ηρώων του. Η εξορία μέσα στο ίδιο τους το δέρμα, η εναγώνια ψηλάφηση σχεδόν στα τυφλά για το κλειδί που θ' ανοίξει τη μυστική καταπακτή του εγώ, οι πολλαπλοί καθρέπτες της συνείδησης και η υπέρβαση του λογικού για τον τόπο του ασυνείδητου, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά των ηρώων του Οστερ. Κι όμως, όλα αυτά είναι δοσμένα με μια διάφανη, καθαρή γραφή που έχει τη δύναμη να σε μαγνητίζει.

Η αποξένωση του Καμί, η φινετσάτη ειρωνεία του Ναμπόκοβ, η ένταση ενός φτηνού αστυνομικού θρίλερ στους δρόμους του Μπρούκλιν, η απόκοσμη κραυγή του Πόε, όλα αυτά μοιάζουν να διασταυρώνονται μέσα στις αρτηρίες των βιβλίων του, όπου οι ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης έχουν την ίδια νοηματική υπόσταση με τους ανεμόμυλους του Δον Κιχώτη.

Γεννημένος στο Νιου Τζέρσεϊ, σε μια μικροαστική οικογένεια Εβραίων, θα παρατήσει αρκετές φορές τα σίγουρα μονοπάτια για να ψάξει τα κομμάτια της πιο δικής του ταυτότητας, ακόμα και σε συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης.

Ποιητής, συγγραφέας, μεταφραστής και σκηνοθέτης, κάνει τα πρώτα του βήματα στην πρόζα το 1982 με την «Επινόηση της Μοναξιάς», ένα αυτοβιογραφικό δοκίμιο. Για ν' ακολουθήσει η «Τριλογία της Νέας Υόρκης» (1985) που κάνει ακόμα και σήμερα τους μελετητές του έργου του παγκοσμίως να ερίζουν για το κατά πόσον έχει εισαγάγει μια καινούρια σχολή στο συγγραφικό τοπίο.

Πριν γίνει διάσημος ως συγγραφέας ήταν ήδη φημισμένος ως ποιητής και μεταφραστής (από τους βαθύτερους γνώστες του Μαλαρμέ και του Ρεμπό), ασχολία με την οποία κέρδιζε κιόλας τα προς το ζην στα χρόνια της εξουθενωτικής πορείας του μέσα στη φτώχεια. Στην Ελλάδα τα βιβλία του κυκλοφορύν από τις εκδόσεις «Ζαχαρόπουλος».

- Πολύ πρόσφατα είχατε ξανά μια παρουσίαση των ποιημάτων σας. Είναι μια ένδειξη ότι νιώθετε την ανάγκη να ξαναγράψετε ποίηση;

«Οχι, δυστυχώς δεν έχω ξαναγράψει ποίημα εδώ και 25 χρόνια, αν μπορείτε να το πιστέψετε. Η παρουσίαση αφορούσε τα παλιά μου ποιήματα με την ευκαιρία της συγκεντρωτικής τους έκδοσης. Ομως ήταν περισσότερο σαν μουσικό γεγονός, αφού κάποιοι γνωστοί συνθέτες αποφάσισαν να φτιάξουν τραγούδια βασισμένα σ' αυτά τα ποιήματα. Κάτι που το βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον».

- Πώς αποφασίσατε να στραφείτε από την ποίηση στην πρόζα;

«Στ' αλήθεια δεν ήταν επιλογή μου. Εγραφα ποιήματα για χρόνια και χρόνια κι απλά ήρθε κάποια στιγμή που δεν μπορούσα να το κάνω πια. Ηρθε μια στιγμή που κόλλησα. Πέρασαν πολλοί μήνες για να ξαναγράψω. Κι όταν άρχισα πια να ξαναγράφω, ήταν πρόζα. Εχω μια πρώτη ζωή σαν ποιητής και μια δεύτερη ζωή σαν συγγραφέας (γελάει). Αν και ο τρόπος σκέψης μου δεν έχει αλλάξει, εξακολουθώ να θεωρώ αυτά τα ποιήματα σαν το θεμέλιο όλης μου της δουλειάς, απλά δεν μπορούσα πια να το κάνω».

- Στο πρώτο σας βιβλίο στην «Επινόηση της Μοναξιάς», είναι σχεδόν χειροπιαστός ο πόνος σας πάνω στην προσπάθεια ν' ανακαλύψετε τα ερωτηματικά στη σχέση με τον πατέρα σας. Και αυτό το ερωτηματικό συνεχίζει επώδυνα και σε πολλά άλλα σας βιβλία, από το «Γυάλινη Πόλη» και το «Παλάτι του Φεγγαριού» μέχρι το πρόσφατο «Book of Illusions». Κυριαρχεί σε όλα το μοτίβο τού ν' ανακαλύψετε τα ίχνη ενός ηλικιωμένου άντρα. Είναι μια σχέση που σας στοιχειώνει ακόμα;

«Φαίνεται πως ακόμα κι αν δεν το συνειδητοποιώ απόλυτα, περνάει σ' ένα ασυνείδητο επίπεδο μέσα στα βιβλία μου. Ναι, ήταν μια απουσία που με σημάδεψε. Ο πατέρας μου ήταν πολύ περίεργος άνθρωπος, ανεξιχνίαστος, έκλεινε με τον τρόπο του τις πόρτες για κάθε μορφής ουσιαστική επικοινωνία. Ηταν απομονωμένος στον κόσμο του. Εψαξα πολύ να βρω τις αφορμές, αλλά δεν τα κατάφερα. Ανακάλυψα πόσο δύσκολο είναι να ισχυριστείς ότι ξέρεις πραγματικά κάτι για κάποιον άλλο. Το τρομερά παράδοξο είναι πως όταν πέθανε, εγώ περνούσα τη χειρότερη περίοδο της ζωής μου, είχα ένα μωρό παιδί κι ήμουνα σε φρικτή ανέχεια. Μια μικρή κληρονομιά που μου άφησε, έσωσε κυριολεκτικά τη ζωή μου εκείνη τη στιγμή. Αλλά δεν κατάφερα να λύσω αυτό το μυστήριο που αφορούσε τη σχέση μας. Οσο έγραφα γι' αυτό, ήταν μια μορφή παρηγοριάς και μαλάκωνε όλη αυτή τη συναισθηματική πίεση. Αλλά μόλις τέλειωσα ανακάλυψα ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει».

- Τώρα που έχετε κι εσείς με τη σειρά σας μεγάλα παιδιά, νιώθετε λίγο πιο κοντά στις απαντήσεις που ψάχνατε τότε;

«Οχι, γιατί η δική μου ζωή στο ρόλο του πατέρα είναι πολύ διαφορετική από τη δική του. Δεν ήταν ότι δεν τον αγαπούσα ή ότι εκείνος δεν ενδιαφερόταν για μένα. Αλλά ήταν τόσο κλειστός, ένα πρόσωπο που ήταν σχεδόν αδύνατο να συνδεθείς μαζί του. Ζούσα με την λαχτάρα πως, όταν θα μεγάλωνε περισσότερο, ίσως να καταφέρναμε να επικοινωνήσουμε, ίσως να μπορούσα να του μιλήσω, αλλά πέθανε ξαφνικά απ' τη μια στιγμή στην άλλη. Η "Επινόηση της Μοναξιάς" ήταν αυτός ο διάλογος που τόσο απεγνωσμένα περίμενα, το 'γραψα κατευθείαν μετά το θάνατό του».

- Ποια είναι η σχέση σας με τον αφηγητή στα βιβλία σας; Ειδικά στα βιβλία σας μοιάζει να έχει ένα ξεχωριστό βάρος και συμβολισμό, σαν ένας γρίφος που κωδικοποιεί το αίνιγμα της ταυτότητας. Για παράδειγμα στην «Γυάλινη Πόλη» εμφανίζεται ο ίδιος ο Οστερ σαν ένας απ' τους ήρωες του βιβλίου.

«Δεν είμαι αυτοβιογραφικός συγγραφέας, καθόλου θα έλεγα. Με εξαίρεση την "Επινόηση της Μοναξιάς" και ένα δοκίμιο, το "Hand to Mouth" ("Το Χρονικό μιας Πρώιμης Αποτυχίας") που μιλώ για τη ζωή μου. Πότε πότε χρησιμοποιώ κάποια στοιχεία από τη ζωή μου, αλλά στην πραγματικότητα δεν γράφω για μένα. Για παράδειγμα, στο τελευταίο μου βιβλίο, το "Oracle Night", ο ήρωας δεν έχει την παραμικρή σχέση με μένα. Στη "Γυάλινη Πόλη" βρήκα ενδιαφέρουσα και διασκεδαστική την ιδέα να φέρω το όνομα που είναι γραμμένο στο εξώφυλλο και μέσα στην πλοκή του βιβλίου. Αλλά υπάρχει αυτό το παράξενο συναίσθημα, ιδιαίτερα όταν γράφεις σε πρώτο πρόσωπο, που είναι σα να μπαίνεις μέσα στο πετσί κάποιου ρόλου. Γίνεσαι κάποιος άλλος. Κατοικείς μέσα σ' εκείνο το φανταστικό πρόσωπο και προσπαθείς να του δώσεις ζωή. Πιστεύω ότι είναι από τις πιο συναρπαστικές σχέσεις που μπορεί να υπάρχουν».

- Ομως ένας ηθοποιός για να είναι σπουδαίος χρειάζεται να γυμνώσει την αλήθεια του μέχρι το κόκαλο.

«Είναι ακριβώς έτσι, οπότε αυτό το "φάντασμα" χρειάζεται ν' ακουμπήσει το μεδούλι της αλήθειας σου για να μπορέσει να πάρει ζωή. Πολλές φορές φτάνει σε τέτοια βάθη που εσύ ο ίδιος συνειδητά δεν θα το κατόρθωνες».

- Ακριβώς γι' αυτό το τελευταίο σας βιβλίο, το «Oracle Night», με τρομοκράτησε με μια έννοια. Άλλωστε το όνομα του ήρωα, Trause, είναι φανερά αναγραμματισμός του Auster.

«Και οι δύο ήρωες του βιβλίου έχουν στοιχεία από μένα, αλλά κανείς από τους δύο δεν είναι εγώ. Αναρωτιέμαι αυτή τη στιγμή γιατί τοποθέτησα το βιβλίο στο 1982, και η απάντηση είναι πως ήταν μια χρονιά με τεράστια σημασία για μένα. Τότε είχα εκδόσει το πρώτο μου βιβλίο πρόζας κι ήταν ακόμα η χρονιά που παντρευτήκαμε με την Σίρι. Οπότε είχα ισχυρούς συναισθηματικούς λόγους να γυρίσω πίσω σ' αυτή τη χρονολογία».

- Πείτε μου γι' αυτά τα «τετράδια» που εμφανίζονται ξανά και ξανά στα βιβλία σας. Μοιάζουν να έχουν ένα σχεδόν μαγικό ρόλο. Σα να είναι αυτά που διαλέγουν τον συγγραφέα, ή που υπαγορεύουν την πλοκή.

«Πάντα γράφω στο χέρι και πάντα σ' αυτού του είδους τα τετράδια, οπότε έχω ένα ισχυρό δέσιμο μαζί τους. Βέβαια, στο τελευταίο μου βιβλίο, το "Oracle Night", το τετράδιο έχει γίνει σχεδόν ένας ζωντανός χαρακτήρας και μάλλον ο πρωταγωνιστής. (γελάει). Αλλά είναι αλήθεια ότι εμφανίζονται σε πολλά βιβλία μου μ' έναν ιδιαίτερο ρόλο. Το ότι δέχονται την πρώτη ακατέργαστη μορφή της σκέψης μου, την πιο ατόφια, τα κατατάσσει για μένα σ' ένα μικρό δικό τους χωριστό σύμπαν».

- Οι περισσότεροι απ' τους ήρωές σας μοιάζουν να 'χουν την ιερή τρέλα ενός χαρτοπαίκτη, να είναι έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να παίξουν τα πάντα σε μια ζαριά. Κουβαλάτε κι ο ίδιος σαν χαρακτήρας αυτή την συναισθηματική υπερβολή, την ίδια αγάπη για το ρίσκο ή την περιπέτεια;

«Ναι, έχω πάρει πολλά ρίσκα στη ζωή μου και ακολούθησα πολλές φορές τυφλά την πιο δική μου φωνή. Ομως νομίζω πως είναι σημαντικό να μη συγχέεται ο συγγραφέας με τα βιβλία του. Τα βιβλία μπορεί να καθρεφτίζουν μια μορφή εσωτερικής ζωής, όμως δεν μοιάζω με κανέναν απ' τους χαρακτήρες μου. Ο καθένας κουβαλάει κάτι από μένα, αλλά κανείς δεν είναι απόλυτα σαν εμένα. Ομως, στο "Χρονικό μιας Πρώιμης Αποτυχίας", που είναι αυτοβιογραφικό, είμαι πράγματι εγώ, τουλάχιστον στα νιάτα μου: λίγο τρελός, πολύ ξεροκέφαλος, αρκετά ανόητος, αφού ήμουν ανίκανος να στηρίξω τον εαυτό μου μ' οποιοδήποτε έξυπνο τρόπο, αλλά και τρομερά παθιασμένος με το να γίνω συγγραφέας. Αυτή ήταν και η μοναδική φορά, σ' αυτό το βιβλίο, που έχω εκθέσει ανοιχτά τον εαυτό μου».

- Μοιάζει να βρίσκετε διασκεδαστικό το παιγνίδι με τα ονόματα των ηρώων σας. Το καθένα μοιάζει να κλείνει το μάτι στον αναγνώστη για να ανακαλύψει τους συνειρμούς πίσω του, όπως για παράδειγμα ο Φάνσοου, που είναι μια αναφορά στον Χόθορν ή ο Γουίλιαμ Γουίλσον, μια αναφορά στον Πόε. Είναι μια ηθελημένη τομή στα στοιχεία που απαρτίζουν μια ταυτότητα;

«Ο τρόπος που γράφω είναι τόσο ενστικτώδης, σχεδόν "οργανικός" θα 'λεγα, που είναι αδύνατον να εξηγήσω μέσα σε λογικά πλαίσια γιατί κάνω κάτι ή να αναλύσω τη διαδικασία μ' οποιοδήποτε κατανοητό τρόπο. Ο Φάνσοου (Fanshawe) για παράδειγμα σημαίνει πολλά για μένα. Ηταν το πρώτο βιβλίο του Χόθορν, το έγραψε πολύ νέος, αλλά μετά την κυκλοφορία του άλλαξε γνώμη κι έψαχνε να βρει όλα τα αντίτυπα του βιβλίου για να τα καταστρέψει. Ισως αυτό το αντικρουόμενο πάθος ενός συγγραφέα, που καθρεφτίζεται σ' αυτό το όνομα, να με μάγεψε τόσο πολύ. Για μένα ο Φάνσοου έγινε το έμβλημα του συγγραφέα που στρέφεται κατά του εαυτού του. Το ίδιο στενά δεμένος είμαι και με τα υπόλοιπα ονόματα. Το καθένα έχει σημαδέψει τη ζωή μου με κάποιο τρόπο».

- Ο ατζέντης σας μου είπε ότι μόλις τελειώσατε το χειρόγραφο του επόμενου βιβλίου σας. Για τι πρόκειται αυτή τη φορά, θέλετε να μας μιλήσετε λίγο γι' αυτό;

«Ναι, μόλις πριν από δύο μέρες ακριβώς το τέλειωσα! Ο τίτλος είναι "The Brooklyn's Follies". Πιστεύω ότι αυτή τη φορά υπάρχει αρκετό κωμικό στοιχείο. Είναι μια παράξενα περιπετειώδης και σκαμπρόζικη νουβέλα, πολύ σκοτεινή σε κάποια σημεία, αλλά σε γενικές γραμμές αρκετά αστεία. Τουλάχιστον αυτό ελπίζω! Ξέρετε, είναι μια τόσο σκοτεινή περίοδος τώρα για την Αμερική που ένιωσα την ανάγκη να γράψω κάτι κωμικό για να κρατήσω λίγο ψηλά το ηθικό μου».

- Είναι μια αξιοσημείωτη αλλαγή σε σχέση με την ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε μέχρι τώρα στα βιβλία σας.

«Πιστεύω ότι πάντα υπάρχει αρκετό χιούμορ στα βιβλία μου, αλλά σ' αυτό εδώ είναι ακόμη περισσότερο. Προσπαθώ να το περιγράψω, αλλά θα το δείτε καλύτερα όταν κυκλοφορήσει. Ενας διάσημος σκηνοθέτης είχε πει κάποτε πως "όταν νιώθεις στ' αλήθεια καλά θα 'πρεπε να γράφεις μια τραγωδία, όταν νιώθεις πεσμένος μια κωμωδία"» (γελάει).

- Είναι οι ίδιες αντικρουόμενες γραμμές που καθορίζουν συνήθως και την πλοκή σας, έτσι δεν είναι;

«Ναι, έτσι ακριβώς είναι».

- Κάποια στιγμή στο παρελθόν είχατε πει πως η Νέα Υόρκη δεν είναι απλά μια πόλη, αλλά μια ιδέα. Με ποιο τρόπο βλέπετε να 'χει αλλάξει πια αυτή η ιδέα μετά το χτύπημα στους δίδυμους πύργους;

«Ητανε μια βαριά τραγωδία, κι ακόμα νιώθεις την σκιά της στα πρόσωπα των ανθρώπων. Αλλά σιγά σιγά η ζωή ξαναπαίρνει το ρυθμό της, ίσως πιο βαριά αυτή τη φορά, ίσως μια ρωγμή να έχει χαράξει για πάντα το πρόσωπο της πόλης, αλλά η ζωή προσπαθεί να ξαναβρεί το βήμα της».

- Πιστεύετε ότι ένας συγγραφέας έχει αυξημένο καθήκον να υψώνει τη φωνή του σε τόσο κρίσιμες πολιτικά στιγμές, όπως είναι ο πόλεμος στο Ιράκ;

«Ενας συγγραφέας έχει καθήκον μόνον απέναντι στα γραπτά του. Υποχρεούται όμως να το κάνει με την ιδιότητα του πολίτη».

ΠΗΓΗ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

--------------------------------------------------------------------------------------------------

ΠΟΛ ΟΣΤΕΡ

Αναζητώντας ταυτότητα στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις

ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΣΧΙΝΑ

Ο Πολ Οστερ είναι ο κατεξοχήν εξερευνητής του τυχαίου. Η τύχη, αυτή η αναγκαιότητα (για να παραφράσω αυθαίρετα τον Ζακ Μονό), είναι η δύναμη πάνω στην οποία ύφανε ο Αμερικανός συγγραφέας το μυθιστορηματικό του σύμπαν. «Ολα του τα βιβλία», παρατηρεί ο «μέγας θαυμαστής» του, Σαλμάν Ράσντι, «περιστρέφονται γύρω από την αποδιάρθρωση του εαυτού, την εισβολή του αγνώστου στη ζωή ενός ανθρώπου, την ανατροπή μιας προδιαγεγραμμένης πορείας από το τυχαίο». Το μοιραίο αιωρείται πάνω από κάθε ανθρώπινη πράξη. Στα βιβλία του οι ήρωες συναντούν χωρίς να το ξέρουν πατέρες από καιρό εξαφανισμένους, ανθρώπους που θα τους αλλάξουν τη ζωή. «Δεν ξέρω γιατί οι κριτικοί ονομάζουν αυτές τις συναντήσεις "συμπτώσεις"», λέει ο Πολ Οστερ. «Είναι απλώς οι μηχανισμοί της πραγματικότητας και αυτούς ακριβώς παλεύω να εξιχνιάσω». Πρόκειται για μια ιδεοληψία που διά μέσου των πιο ετερόκλιτων συγγραφέων τον οδηγεί κατευθείαν στον Σοφοκλή: άραγε η τυχαία συνάντηση του Οιδίποδα με τον Λάιο στο τρίστρατο έξω από τη Θήβα ήταν σύμπτωση ή πεπρωμένο;

Στο καινούριο βιβλίο του «Oracle night», ένα μυθιστόρημα ανατροπών, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Faber», ο Οστερ επανέρχεται στο προσφιλές του θέμα: «Ο κόσμος κυβερνιέται από την τύχη», γράφει. «Το τυχαίο σκοντάφτει πάνω μας καθημερινά και ορίζει τις ζωές μας, ζωές που μπορεί να στερηθούμε ανά πάσα στιγμή -χωρίς κανένα λόγο». Η σκληρή γεωμετρία και η αλλοτρίωση της μητροπολιτικής ζωής μάς αφήνουν μετέωρους, έρμαια μιας παράλογης δύναμης που μας ορίζει χωρίς να την ορίζουμε· από την άλλη, η επιστήμη και η λογική δεν μας δίνουν πάντα κλειδιά για να κατανοήσουμε το μυστήριο. Το πιθανότερο είναι να μην υπάρχει παντεπόπτης Θεός. Κι όμως, μερικά γεγονότα είναι τόσο εξωφρενικά και τόσο μοιραία, ώστε μονάχα η λέξη «θαύμα» μοιάζει ικανή να τα περιγράψει.

Και η ζωή του Πολ Οστερ είναι γεμάτη τέτοια «θαύματα». Η αυτοβιογραφία του «Hand to mouth» επιφυλάσσει στον αναγνώστη μια έκπληξη κάθε δέκα σελίδες, ένα εξωφρενικό περιστατικό κάθε κεφάλαιο, ένα απρόοπτο κάθε τόσο. 'Η μήπως είναι ο τρόπος του Πολ Οστερ να ερμηνεύει τον κόσμο; Βέβαιο είναι πως ο ίδιος, από τα πρώτα χρόνια της νιότης του, πήγαινε γυρεύοντας για το αναπάντεχο. Γεννημένος το 1947 στο Νιου Τζέρσεϊ, στο περιβάλλον μιας μικροαστικής οικογένειας, με έναν πατέρα «αόρατο», τουτέστιν απόντα ακόμη και από την ίδια του τη ζωή, και μια υπερδραστήρια, πανέξυπνη μητέρα, ο Οστερ μεγάλωσε όπως όλα τα παιδιά της γενιάς του, ασφυκτιώντας στην «πνιγηρή μικροαστική ατμόσφαιρα του Νιούαρκ»: «Το μισούσα. Ηξερα, από την ηλικία των 16 ετών, ότι ήθελα να γίνω συγγραφέας, γιατί απλώς δεν σκεφτόμουν ότι θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Κι έτσι διάβαζα, όλο διάβαζα, έγραφα σύντομα διηγήματα και ονειρευόμουν να αποδράσω». Φοίτησε για λίγο στο Πανεπιστήμιο Columbia, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του, και στα είκοσί του έφυγε για την Ευρώπη· έζησε τέσσερα χρόνια στο Παρίσι, κάνοντας κάθε λογής επάγγελμα -από καθαριστής σε τάνκερ μέχρι μεταφραστής-, επέστρεψε στην Αμερική, παντρεύτηκε το 1974 την ποιήτρια Λίντια Ντέιβις, από την οποία απέκτησε έναν γιο, και, οχτώ χρόνια αργότερα, τη γνωστή πεζογράφο Σίρι Χούστβεντ ( βιβλία της κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Scripta»), με την οποία ζει μέχρι σήμερα, σ' ένα μεγάλο, όμορφο σπίτι της Νέας Υόρκης, μαζί με την έφηβη κόρη τους και τον «απείθαρχο σκύλο τους». Πού το παράδοξο; θα αναρωτιόταν κανείς. Και τότε, ο Οστερ θα του διηγιόταν πώς τον ανέσυρε από την απόγνωση και την ολοκληρωτική πενία ο φίλος του φωτογράφος Mr. Sugar (το όνομα είναι αληθινό), εμφανιζόμενος από το πουθενά μπροστά του σ' έναν αγροτικό γαλλικό δρόμο, όπου ο νεαρός Πολ περιπλανιόταν απελπισμένος, ή πώς συνάντησε τη Σίρι την εποχή που όλη η ζωή του «κατέρρεε», και ποια «μαγικά συμβάντα» συνέβαλαν στην ένωσή τους. Οσο για την οδό μέσω της οποίας έφτασε στη «χώρα της γραφής» -εδώ ο Οστερ γίνεται προς στιγμήν διασκεδαστικός: Στα οχτώ του χρόνια, διηγείται στην εφημερίδα «The Guardian», έπεσε πάνω σε έναν σταρ του μπέιζμπολ, αλλά δεν είχε πάνω του μολύβι ώστε να του πάρει αυτόγραφο. Εκτοτε, δεν έμεινε ποτέ χωρίς στυλό. Και επειδή «αν έχεις πάντα μαζί σου μολύβι, σύντομα θα αρχίσεις να το χρησιμοποιείς», ο ίδιος κατέληξε συγγραφέας. Τόσο τυχαία; Οχι βέβαια. Ο Οστερ σοβαρεύεται: «Δεν διαλέγεις το συγγραφικό επάγγελμα, μάλλον σε διαλέγει εκείνο», λέει, απηχώντας, παραδόξως, μια άκρως παραδοσιακή, αν όχι παρωχημένη στάση απέναντι στο γράψιμο.

Η πρώτη μεγάλη συγγραφική επιτυχία του Πολ Οστερ ήταν το τριμερές μυθιστόρημά του «Η τριλογία της Νέας Υόρκης». Εργο γραμμένο στα 1987, παραμένει η βαθύτερη και πιο ολοκληρωμένη του σύνθεση. Θέμα του είναι ο εκμηδενισμός της ταυτότητας στη σύγχρονη μητρόπολη, η απώλεια του εαυτού, η μάταιη αναζήτηση νοήματος. «Προσπαθώ να αποτυπώσω στη λογοτεχνία μου τον κόσμο που γνωρίζω», λέει ο συγγραφέας. «Την πραγματικότητα όπως την έζησα και τη βίωσα, τόσο γεμάτη από εκπλήξεις, τόσο παραπλανητική, τόσο απρόβλεπτη». Και θέλοντας να αποδείξει ότι ο τρόπος του να βλέπει τον κόσμο δεν είναι τόσο μοναδικός όσο ενδεχομένως φαίνεται, ο Οστερ θα εκδώσει, στα 2001, το βιβλίο «True Tales of American Life» («Αληθινές ιστορίες αμερικανικής ζωής»), μια συλλογή από ιστορίες ανώνυμων ανθρώπων, τις οποίες συγκέντρωσε και επιμελήθηκε ο ίδιος. «Θα ονόμαζα το εγχείρημα φιλοσοφικό πείραμα», λέει. «Ηθελα να ανακαλύψω αν και οι ζωές των άλλων ανθρώπων ήταν τόσο αλλόκοτες όσο η δική μου. Και ήταν. Παράξενα πράγματα συμβαίνουν στον καθένα, καθημερινά. Οταν εκδόθηκε το βιβλίο, ένιωσα δικαιωμένος». Από το οικογενειακό ενθύμημα («Η επινόηση της μοναξιάς») ώς την περιήγηση στα όρια μιας δυστοπίας («Στη χώρα των έσχατων πραγμάτων») και από τον πικαρέσκο μαγικό ρεαλισμό («Ο ίλιγγος») στην αναζήτηση της ταυτότητας («Η τριλογία της Νέας Υόρκης») και το αισώπειο παράδειγμα («Τιμπουκτού», όπου με τη φωνή ενός σκύλου ο Οστερ μιλάει για τη σκυλίσια ζωή), ο συγγραφέας επανέρχεται, με τα πιο διαφορετικά μέσα, στον ίδιο πάντα τόπο: την τυχαία «ζαριά της μοίρας», που επίμονα θα μας θυμίζει τον Μαλαρμέ, έναν ποιητή που πολύ αγάπησε ο Οστερ στη διάρκεια της «ευρωπαϊκής του μαθητείας», στα δύσκολα και ευτυχισμένα χρόνια του Παρισιού.

Οσο αφηρημένο και υπαρξιακό είναι το θέμα γύρω από το οποίο δεν παύει να περιστρέφεται, τόσο σίγουρη και ξεχωριστή είναι η φωνή του. «Το πρώτο πράγμα που με εντυπωσίασε στον Οστερ ήταν αυτή η απίστευτα ώριμη φωνή, ο νηφάλιος, στοχαστικός και συνομιλητικός τόνος του», λέει ο Robert McCrum, υπεύθυνος για τις λογοτεχνικές σελίδες του «Observer» σήμερα, αλλά παλαιότερος επιμελητής των εκδόσεων «Faber and Faber» και πρώτος εκδότης του Οστερ στην Ευρώπη. «Δεν φοβάται να καταπιαστεί με τα μεγάλα υπαρξιακά θέματα, τη φύση της ύπαρξης, της ευτυχίας, της μοίρας. Αν θέλαμε να τον συστοιχίσουμε με κάποιον σύγχρονο συγγραφέα, αυτός θα ήταν ο Κούντερα ή ο Σέμπαλντ, παρά οποιοσδήποτε άλλος συμπατριώτης του Αμερικανός».

Πάντως, ο Οστερ αναγνωρίζει στο έργο του επιρροές από τον Εντγκαρ Αλαν Πόε και τον Χόθορν, επειδή «ήταν οι πρώτοι που θέλησαν να λαξεύσουν μιαν αυθεντικά αμερικανική γραφή». Ας επισημαίνουν οι κριτικοί συγγένειες με τον Σάμιουελ Μπέκετ και τον Κνουτ Χάμσουν, ας θεωρούν ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα τον βοήθησε έμμεσα να δημιουργήσει το ζοφερά μετέωρο κλίμα των ιστοριών του. Ο ίδιος θεωρεί πως ό,τι τον εμπνέει περισσότερο είναι η ατομική εμπειρία. «Νιώθει να γλιστράει στην επιφάνεια των συμβάντων, να αιωρείται σαν φάντασμα γύρω από την ίδια του την παρουσία», γράφει σε αυτοβιογραφικό τόνο στην «Επινόηση της μοναξιάς». «Υπήρξα κι εγώ ένας αποδιαρθρωμένος, μοναχικός άνθρωπος» εξομολογείται, δίνοντας το κλειδί για την αποκρυπτογράφηση των ηρώων του. Παρά τον αποστασιοποιημένο, «εγκεφαλικό» τόνο των περιγραφών του, ο ίδιος ταυτίζεται απολύτως με τους χαρακτήρες του, «κατοικώντας τους, όπως ένας ηθοποιός το ρόλο του». «Είναι σαν να ακούς νοερά μια μουσική, και ύστερα να προσπαθείς να την καταγράψεις στο χαρτί», λέει.

Παρά τη γοητεία του ύφους του, ωστόσο, η έλξη που ασκεί ο Οστερ στο αναγνωστικό κοινό, οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην αφηγηματικότητά του, στην υπερεπεξεργασμένη του πλοκή, στο σασπένς, που ξέρει να ενεργοποιεί δεξιοτεχνικά. Γι' αυτό και τα πρώτα του δύο σενάρια («Smoke» και «Blue in the face») είχαν τόσο μεγάλη επιτυχία, με τις έξυπνα υφασμένες ιστορίες τους από το Μπρούκλιν, ενώ η πιο αφαιρετική και «μεταφορική» τρίτη απόπειρα («Lulu on the bridge» με τον Χάρβεϊ Καϊτέλ και την Μάιρα Σορβίνο), που ο ίδιος ο συγγραφέας χαρακτήριζε «κινηματογραφικό ποίημα», συνάντησε την επιφύλαξη κριτικών και κοινού. Ας θυμίσουμε ότι στο πρώτο (με πρωταγωνιστή τον Χάρβεϊ Καϊτέλ) ο Οστερ είχε συνεργαστεί με το σκηνοθέτη Ανγκ Λι, ενώ στο δεύτερο, το οποίο σκηνοθέτησε ο ίδιος, η Μαντόνα εμφανιζόταν ως «άδον τηλεγράφημα». «Παιγνιώδεις ανάπαυλες» για έναν συγγραφέα ο οποίος «αδυνατεί να μεταφέρει στο χαρτί το χιούμορ που διαθέτει στη ζωή» και του οποίου η λιτότητα της πρόζας και η απέχθεια για το happy end κάνουν το όραμά του για τον κόσμο «περιορισμένο» και «απομονωτικό» -για να επικαλεστώ μια πρόσφατη κριτική. Ο ίδιος δεν θα διαφωνούσε. Πριν από λίγο καιρό είχε περιγράψει τα έργα του ως εκπορευόμενα «από έναν πολύ βαθύ μηδενισμό... από το γεγονός της ίδιας μας της θνητότητας». Ομως ο ζόφος δεν είναι η αποκλειστική διάσταση της πεζογραφίας του. «Θέλω να εκφράσω την ομορφιά και την υπέρτατη ευτυχία τού να νιώθεις ζωντανός», υπογραμμίζει. Και ίσως είναι αυτός ακριβώς ο συνδυασμός που τον έχει κάνει να αγαπήσει τόσο τη Νέα Υόρκη, μια πόλη που περηφανεύεται για τον κυνισμό της, ταυτόχρονα όμως έχει ένα φιλικό και ανθρώπινο πρόσωπο να προτείνει, στις προσόψεις των όμορφων τούβλινων σπιτιών της, στα πάρκα, στα καφενεία της, στα μαγαζιά με τα παιχνίδια, στα θέατρα και τους κινηματογράφους της. «Η Νέα Υόρκη δεν είναι απλώς μια πόλη, είναι μια ιδέα», λέει ο Πολ Οστερ. «Είναι η ιδέα μιας φιλόξενης πόλης μεταναστών, όπου οι πάντες μπορεί να είναι Νεοϋορκέζοι».

Στην αγαπημένη του Νέα Υόρκη ο «μετανάστης στον ίδιο του τον τόπο» Πολ Οστερ συνεχίζει να ξυπνά κάθε πρωί με ένα φλιτζάνι καφέ κι ένα πουράκι, να επιβάλλει στον εαυτό του την πιο πειθαρχημένη κανονικότητα («Κάθε πρωί, βρέξει χιονίσει, θα καθήσω στο γραφείο μου μπροστά σε μια λευκή κόλλα χαρτί») και να παλεύει με τις λέξεις. «Γιατί το κάνω;» αναρωτιόταν σε μια πρόσφατη συνομιλία του με τον Sean Ο' Hagan. «Η μόνη απάντηση που μπορώ να δώσω είναι ότι, ζώντας τη ζωή μου ως συγγραφέας, αισθάνομαι ότι τη ζω στα γεμάτα. Ακόμη κι αν περάσω όλη τη μέρα καθισμένος στην καρέκλα σβήνοντας τη μία πρόταση μετά την άλλη, σκίζοντας χαρτιά και μη προχωρώντας λέξη, όταν σηκώνομαι από το γραφείο μου, λέω στον εαυτό μου: "Ε, λοιπόν, έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα". Και αν μπορείς να πεις κάτι τέτοιο στο τέλος κάθε εργάσιμης μέρας, νιώθεις ότι υπάρχει λόγος να συνεχίσεις να ζεις».

ΠΗΓΗ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

-------------------------------------------------------------------------------------------------------

Εργα του έρωτα και του θανάτου. Η τέχνη των ψευδαισθήσεων

ΠΟΛ ΟΣΤΕΡ
Το βιβλίο των ψευδαισθήσεων
ΜΤΦΡ.: ΒΙΚΥ ΚΥΡΙΑΖΗ
«Σ.Ι.ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ»
ΣΕΛ. 376

Ο Πολ Οστερ είναι αναμφισβήτητα από τις πιο σημαντικές φωνές στη σύγχρονη αμερικανική πεζογραφία. Γνωστός κυρίως για την «Τριλογία της Νέας Υόρκης», συνδυάζει απαράμιλλα τις μεταφυσικές αναζητήσεις με πλοκή «φιλμ νουάρ». «Το βιβλίο των ψευδαισθήσεων» είναι ένα μυθιστόρημα υψηλής έντασης, σφραγισμένο από το θάνατο και από ερωτικές ματαιώσεις, που προβάλλουν την ιδέα της ζωής ως ψευδαίσθησης. «Ο άνθρωπος δεν ζει μία και μοναδική ζωή. Ζει πολλές ζωές, τη μία μετά την άλλη, και αυτή είναι η αιτία της δυστυχίας του», έγραψε ο Σατωβριάνδος στα «Απομνημονεύματα πέρα από τον τάφο», που λειτουργεί ως μότο του μυθιστορήματος. Η αφήγηση του Οστερ αποτυπώνει ακριβώς τις πολλές ζωές που ζει κανείς μέσα σε φαινομενικά μία ζωή και, αντίστροφα, την εν ζωή απονέκρωση που προκαλούν οι πολλαπλές κρίσεις, τις οποίες επιφυλάσσει η τύχη στους ανθρώπους.

Δεν πρόκειται απλώς για μεταφορική διατύπωση. Οι κύριοι χαρακτήρες του βιβλίου αναγκάζονται να αλλάξουν πολλές φορές προσανατολισμό ή ακόμη και ταυτότητα στη ζωή τους και βιώνουν μια κατάσταση κυριολεκτικού μετεωρισμού μεταξύ ζωής και ανυπαρξίας. Ο συγγραφέας-αφηγητής, καθηγητής λογοτεχνίας, χάνει ξαφνικά την οικογένειά του σε ένα αεροπορικό δυστύχημα κι εύλογα βυθίζεται σε ένα αυτοκαταστροφικό πένθος, το οποίο θα καταφέρει να απαλύνει μόνον η ψυχαναγκαστική του αφοσίωση στη ζωή και το έργο κάποιου άλλου. Για να μην τρελαθεί ή αυτοκτονήσει, ο καθηγητής Τσίμερ αποφασίζει να γράψει ένα βιβλίο για τις ξεχασμένες πλέον ταινίες του Εκτορα Μαν, ενός μέτριας φήμης ηθοποιού του βωβού κινηματογράφου της δεκαετίας του '30, επειδή, μια μέρα που παρακολούθησε τυχαία μια ταινία του, οι εκφράσεις του τον έκαναν αυθόρμητα να γελάσει. Ομως, το σώμα που αφύπνισε τον Τσίμερ από την κατάθλιψη δεν είναι απλώς βουβό, δηλαδή κυριολεκτικά ένα «σώμα», αλλά και αγνοούμενο. Ο Μαν εξαφανίστηκε εξήντα χρόνια πριν, χωρίς κανένα ίχνος, κι έτσι ο ζωντανός-νεκρός καθηγητής καταλήγει να ασχολείται με το έργο ενός φερόμενου νεκρού. Ομως, εκτός από τις προφανείς αντηχήσεις και τους παραλληλισμούς που δομούν αυτό το περίτεχνο μυθιστόρημα, συντελούνται και πολλές αντιστροφές. Σύντομα αποκαλύπτεται λοιπόν ότι ο θεωρούμενος νεκρός ηθοποιός είναι ακόμα ζωντανός, αλλά ετοιμοθάνατος. Σε μια επιστολή εκ μέρους του, καλεί τον Τσίμερ, το μόνο άνθρωπο που έχει δει όλες του τις ταινίες και έχει γράψει τόσο διεισδυτικά γι' αυτές, να τον συναντήσει στο Νέο Μεξικό, όπου έχει αποσυρθεί incognito.

Οπως και σε άλλα έργα του Οστερ, όπου ο ήρωας αναζητά την ταυτότητά του μέσα σε έναν αντίξοο και αλλοτριωμένο κόσμο, έτσι κι εδώ ο Τσίμερ στρέφεται στην εξερεύνηση της ζωής ενός άλλου για να βρει ο ίδιος μια νέα ταυτότητα, να ζήσει μια νέα ζωή. Το υποκείμενο της έρευνάς του, ο Μαν, αποδεικνύεται εξαιρετικά πολύπλοκο αλλά και αλλόκοτα συγγενές με εκείνον. Ο Μαν έχει πράγματι ζήσει πολλές ζωές. Εχει αλλάξει πολλά μέρη, δουλειές, ονόματα. Ως μετανάστης, είναι καταδικασμένος να αρχίζει πάντα από την αρχή, αλλά κυρίως καταδιώκεται από τύψεις για την ερωτική απογοήτευση και το θάνατο μιας πρώην ερωμένης του. Αυτός ο θάνατος στη συνέχεια εγκαινιάζει μια σειρά από ερωτικές και δημιουργικές ακυρώσεις, μέρος μιας διαρκούς διαδικασίας αυτο-τιμωρίας του Μαν, που κορυφώνεται στην εκούσια απομόνωσή του από τον κόσμο των ζωντανών. Οπως και ο αφηγητής Τσίμερ, ο Μαν δεν συγχωρεί τον εαυτό του που ζει ενώ πέθαναν οι άλλοι, κι έτσι διαλέγει να είναι εν ζωή νεκρός.

Είναι σημαντικό ότι τα οντολογικά ερωτήματα που προκύπτουν στο μυθιστόρημα από την απεικόνιση αυτής της μεταιχμιακής εμπειρίας μεταξύ ζωής και θανάτου, εμπλέκουν άμεσα το έργο τέχνης. Κατ' αρχάς, η μελέτη που δημοσιεύει ο Τσίμερ για τον Μαν τον διασώζει από το θάνατο της αφάνειας και τον αποκαθιστά ως καλλιτέχνη. Επειτα η δημιουργία, είτε πρόκειται για ταινίες είτε για βιβλία, κρατάει τους δύο χαρακτήρες στη ζωή -τους δίνει έναν στόχο και την ευκαιρία να χειριστούν τις απώλειες που έχουν υποστεί. Επιπλέον η διαπίδυση ζωής και έργου βρίσκει στο βιβλίο ένα καίριο παράδειγμα, όταν περιγράφεται μια ταινία που σκηνοθέτησε ο Μαν κατά την περίοδο της απομόνωσής του. Στην ταινία ένας συγγραφέας ερωτεύεται την ηρωίδα του μυθιστορήματός του και σκίζει τα χειρόγραφα πριν το ολοκληρώσει, ώστε να διατηρήσει την ψευδαίσθηση της σχέσης που του παρέχει η τέχνη του. Ο συμβολισμός είναι σαφής. Απηχώντας το δόγμα του αισθητισμού, που άλλωστε έχει επηρεάσει μια τάση της μεταμοντέρνας πεζογραφίας, το «Βιβλίο των ψευδαισθήσεων» εμφανίζει την ψευδαίσθηση της τέχνης ανώτερη από την πραγματική ζωή, η οποία καταλήγει έτσι να φαντάζει και η ίδια ως ένα μείγμα ψευδαισθήσεων.

Σε αυτό το σημείο θα μπορούσε κανείς να επισημάνει ότι τα έργα των ανθρώπων, και ιδιαίτερα τα έργα τέχνης, προσφέρουν επίσης εν δυνάμει τη χαρά της αναγνώρισης και αποτελούν μαρτυρία για τη ζωή. Αλλά ο Οστερ αρνείται ακόμα κι αυτή την κατάφαση στους χαρακτήρες του μυθιστορήματός του. Στην αυτοεπιβληθείσα κατάσταση αποκλεισμού στην οποία έχει περιέλθει ο Εκτορας Μαν στο Νέο Μεξικό, σκηνοθετεί ταινίες υπό τον όρο όχι μόνο να μην προβληθούν ποτέ δημόσια όσο ζει, αλλά και να καταστραφούν ευθύς μετά το θάνατό του. Παράλληλα, ο συγγραφέας-αφηγητής, όπως και ο Σατωβριάνδος τον οποίο τυγχάνει να μεταφράζει, επιθυμούν τη δημοσίευση του έργου τους μετά θάνατον. Γράφουν απευθυνόμενοι στον αναγνώστη ως ήδη νεκροί. Στην κεντρική ιδέα του Οστερ διαφαίνεται σαφώς ότι, κατά τη γνώμη του, το έργο τέχνης συνδέεται περισσότερο με το θάνατο παρά με τη ζωή.

Στο «Βιβλίο των ψευδαισθήσεων» ο Οστερ πετυχαίνει να μεταδώσει στιγμές μεγάλης συγκινησιακής φόρτισης και να διατηρήσει ένα κατάλληλα ζοφερό κλίμα μέχρι τέλους. Ωστόσο τα λεκτικά και διανοητικά πετράδια τα οποία περιέχει το βιβλίο, θαμπώνουν από τον ιλιγγιώδη ρυθμό των ανατροπών και το παιχνίδι των αντικατοπτρισμών, που δεν αναχαιτίζονται από μια ευκταία υπαινικτικότητα αλλά, αντιθέτως, από μιαν ανοικονόμητη τάση επεξήγησης της δράσης. Οι ενδιαφέρουσες ιδέες και η στοχαστική διάθεση του μυθιστορήματος τελικά καταρρέουν υπό το βάρος μιας πλοκής που προσιδιάζει ειδολογικά στο αστυνομικό μυθιστόρημα, στο οποίο ρέπει ο Οστερ, αντί να το απογειώσουν σε ένα βιβλίο στο οποίο να θέλει κανείς να ανατρέξει για να το γευτεί, αντί απλώς να το καταναλώσει.



ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

ΠΗΓΗ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

------------------------------------------------------------------------------------------------------

Βιβλία του Οστερ στα ελληνικά

Γυάλινη πόλη (1991), μτφρ.: Σάρα Μπενβενίστε

Το κλειδωμένο δωμάτιο (1991), μτφρ.: Σάρα Μπενβενίστε

Φαντάσματα (1991), μτφρ.: Σάρα Μπενβενίστε

Στη χώρα των έσχατων πραγμάτων (1991), μτφρ.: Αρης Σφακιανάκης

Το παλάτι του φεγγαριού (1994), μτφρ.: Ρούλη Αγαπητού

Λεβιάθαν (1995), μτφρ.: Αρης Σφακιανάκης

Ο ίλιγγος (1996), μτφρ.: Βαγγέλης Κατσάνης

Η επινόηση της μοναξιάς (2001), μτφρ.: Βίκυ Κυριαζή

Τιμπουκτού (2001), μτφρ.:Βίκυ Κυριαζή

Το χρονικό μιας πρώιμης αποτυχίας (2003), μτφρ.:Βίκυ Κυριαζή

Το βιβλίο των ψευδαισθήσεων (2003), μτφρ.: Βίκυ Κυριαζή

Ολα τα βιβλία του Πολ Οστερ κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Ζαχαρόπουλος»

ΠΗΓΗ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου