Σελίδες

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2009

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ - Δημήτρης Μπουραντάς


Ενα αουτσάιντερ της λογοτεχνίας
Καθηγητής Μάνατζμεντ στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο ο Δημήτρης Μπουραντάς αναδείχθηκε με το πρώτο του μυθιστόρημα πρωταθλητής των πωλήσεων

της μαιρης παπαγιαννιδου | Κυριακή 22 Μαρτίου 2009


Είναι καθηγητής Μάνατζμεντ στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, με διεθνή αναγνώριση, έχει εργαστεί ως στέλεχος, σύμβουλος και εκπαιδευτής για μεγάλο αριθμό ελληνικών και πολυεθνικών επιχειρήσεων, εξειδικεύεται στην ανάπτυξη ηγετικών στελεχών και ομάδων, στη διοίκηση των αλλαγών, στη διοίκηση της εταιρικής κουλτούρας και στη στρατηγική ευθυγράμμιση επιχειρήσεων και οργανισμών. Δεν αποφάσισε ξαφνικά να δρέψει λογοτεχνικές δάφνες ο κ. Δημήτρης Μπουραντάς. Αλλά ήθελε να γράψει μυθιστόρημα. Θεώρησε ότι το είχαμε ανάγκη εμείς. Το «Ολα σου τα ΄μαθα, μα ξέχασα μια λέξη» παραμένει πεισματικά καρφωμένο για δεύτερη χρονιά στην κορυφή των ευπωλήτων της χώρας. Πώς το κατάφερε αυτό; Τα αδιέξοδα και οι ενοχές ενός φτασμένου καθηγητή Πανεπιστημίου και ο νευρικός κλονισμός της αγαπημένης του μαθήτριας είναι τόσο ελκυστικά σαν θέμα; Τον συναντήσαμε σε κεντρικό καφέ της Αθήνας και του ζητήσαμε να μας εξηγήσει το φαινόμενο.

- Τα πρώτα σημάδια έρωτα εμφανίζονται στη σελίδα 227.Και όμως,το βιβλίο έγινε μπεστ σέλερ.Είναι σημάδι των καιρών; «Αυτό ήταν μεγάλη έκπληξη και για μένα. Είναι ένα βιβλίο με συμπυκνωμένες έννοιες, αρκετά διδακτικό, σε βάζει να σκεφτείς. Δεν έχει μέσα καθόλου σεξ, στο τέλος μάλιστα έχει ένα πολιτικό κείμενο. Και είναι από μια άποψη σκληρό αφού μιλάει για το Πολυτεχνείο, τους καθηγητές, τους συνδικαλιστές, δεν αφήνει κανέναν απέξω, δεν λαϊκίζει».

- Είστε εκπαιδευτής ηγετών.Πώς αποφασίσατε να απευθυνθείτε τώρα σε όλους; «Είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε πολύ σημαντικές επιλογές στη ζωή μας σε μια ηλικία που δεν έχουμε τη γνώση. Ταυτόχρονα οι γονείς και οι δάσκαλοί μας επίσης δεν έχουν τη γνώση για να μας προσφέρουν αυτό που λέμε μέντορινγκ/ κηδεμονία, οπότε σκέφτηκα να γράψω ένα μυθιστόρημα σχετικό. Αρχικά έλεγα ότι το target group, η ομάδα στην οποία απευθύνεται το βιβλίο, θα είναι από 17 ως 30 χρόνων. Τελικά έχει διαβαστεί από παιδιά 14 χρόνων ως και ανθρώπους 86 χρόνων. Ενα συγκινητικό μήνυμα πήρα προχθές από μια καθηγήτρια στα φροντιστήρια επί 10 χρόνια: πήγε και διάβασε στην πρώτη τάξη δυο τρεις σελίδες από το βιβλίο και τα παιδιά είχαν χαζέψει. Κάποιο κορίτσι άρχισε να κλαίει. Στην άλλη τάξη μια δεύτερη άρχισε να κλαίει περισσότερο από την πρώτη. Εκεί, γράφει, άρχισα να κλαίω κι εγώ. Είναι απίστευτο το τι υπάρχει πίσω από τις πωλήσεις... Δεν ξέρω αν άλλοι συγγραφείς είναι έτσι ή αν με άλλα βιβλία γίνεται το ίδιο, αλλά το πό σος κόσμος θέλει να με συναντήσει, πόσοι άντρες- άσε τις γυναίκες- μου έχουν πει ότι κλάψανε, είναι απίστευτο. Δεν το περίμενα ποτέ».

- Ισως ο κόσμος αναζητεί κάπου τη λύση των προβλημάτων του.Το βιβλίο σας δίνει λύση;

«Δεν ξέρω αν δίνει λύση. Εγώ πιστεύω ότι ο κόσμος, όπως είμαστε σήμερα, έχει ανάγκη από έναν διαφορετικό λόγο ακόμη και στο μυθιστόρημα. Το μυθιστόρημά μου έχει το εξής χαρακτηριστικό: δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό, αλλά είναι διαφορετικό. Ολα τα άλλα μπορεί να είναι καλύτερα λογοτεχνικά, αλλά είναι όλα στο ίδιο μοτίβο. Αυτό έχει ένα διαφορετικό περιεχόμενο. Παλιά λέγαμε “πάνε μπροστά οι άνθρωποι που κάνουν τα πράγματα σωστά”, τώρα λέμε “πάνε μπροστά οι άνθρωποι που κάνουν τα πράγματα διαφορετικά”. Αλλά το πιο σημαντικό, όπως καταλαβαίνω από τα χιλιάδες mail που λαμβάνω, είναι ότι έχει συγκινήσει η ουσία των εννοιών, των αρχών, των διδαγμάτων που έχει μέσα, και όχι η μυθιστορία ή το λογοτεχνικό του κομμάτι».

- Γίνατε στα μάτια μας το ζωντανό παράδειγμα της θεωρίας σας,ο άνθρωπος που θέτει στόχους και τους πετυχαίνει.Εφαρμόζεται το μάνατζμεντ και στη λογοτεχνία;

«Κατ΄ αρχάς καμιά στιγμή δεν πέρασε από το μυαλό μου ότι θέλω να κάνω ένα μπεστ σέλερ. Ο στόχος να περάσω κάποια μηνύματα μέσα από ένα μυθιστόρημα προέκυψε από μια αίσθηση αποστολής. Σκέφτεται κανείς: Γιατί δουλεύω; Για να βγάλω λεφτά να ζήσω. Πέραν αυτού όμως, οφείλω να εκπαιδεύω όχι μόνο τους φοιτητές που πληρώνουν ή τον κόσμο στις επιχειρήσεις όπου πηγαίνω και με αμείβουν με έναν σκασμό λεφτά. Ως καθηγητής έχω μια ευρύτερη κοινωνική αποστολή, που είναι να βάλω εσένα σε μια καλύτερη κοινωνία. Οχι ανιδιοτελώς. Ιδιοτελώς. Είτε γιατί έχω μια ανάγκη ολοκλήρωσης, είτε γιατί έχω παιδιά και θέλω να ζήσουν σε μια καλύτερη κοινωνία. Και ενώ είχα σκεφτεί να γράψω ένα δοκίμιο με εκλαϊκευμένες κάποιες έννοιες, αυτό δεν μου έλεγε κάτι. Είχα φτάσει σχεδόν σε κατάθλιψη και τελικά ήταν μια άσκηση αυτοψυχοθεραπείας το να γράψω αυτό το βιβλίο».

- Αν όμως δεν το αγόραζε ο κόσμος,δεν θα περνούσε το μήνυμα.Σε ποιο στάδιο σας ήρθε η αναλαμπή για τον τίτλο;

«Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Ενας λογοτέχνης πρέπει να βγει έξω από τα στερεότυπα. Ερχομαι πάλι στο μάνατζμεντ, όπου λέμε “να σκεφτόμαστε έξω απ΄ το κουτί”- “think out of the box”. Εγώ έκανα συνειδητή προσπάθεια με τη γυναίκα μου και με τους φίλους μου. Τους έλεγα “θέλω έναν τίτλο out of the box”. Ενα βράδυ που ήμασταν με παρέα και σκεφτόμουν παλιά τραγούδια του Κώστα Χατζή, μου ήρθε στο μυαλό ένα τραγούδι του που είχε μέσα τον στίχο “Ολα σου τα ΄μαθα, μα ξέχασα μια λέξη”. Μόλις μου ήρθε, λέω, αφήστε τα όλα. Αυτός θα είναι ο τίτλος. Είναι υπαινικτικός και περνάει το μήνυμα ότι υπάρχει κάτι διδακτικό στο βιβλίο. Και κάτι ερωτικό ίσως. Αλλά επειδή κανείς δάσκαλος δεν τα ξέρει όλα, το υποδηλώνει με το “ξέχασα μια λέξη”. Μπορεί να πει κανείς ότι κάποια στοιχεία του μάνατζμεντ εφαρμόζονται στη λογοτεχνία. Το μάνατζμεντ σου δίνει εργαλεία για το πώς να γίνεις πιο αποτελεσματικός στον οργανισμό, στο υπουργείο, στο νοσοκομείο, στο πανεπιστήμιο και στην προσωπική σου ζωή. Αρα, γιατί να μη βοηθήσει και τον λογοτέχνη;». - Επαιξε ρόλο η οικονομική κρίση στο να γίνει το βιβλίο σας ακόμη πιο επίκαιρο τώρα;

«Το βιβλίο είχε πάει ψηλά μήνες πριν από την οικονομική κρίση. Γιατί; Αυτό που λέω εγώ είναι το εξής: Η κρίση δεν ήταν ζήτημα καπιταλιστικού συστήματος και μηχανισμών, ήταν ζήτημα κυρίως αξιών και ηγετών. Εχουμε βέβαια τους μηχανισμούς ελέγχου, τις νομοθεσίες, τα χρηματιστήρια, αλλά κάποιοι άνθρωποι είναι από πίσω, σε εθνικό ή σε διεθνές επίπεδο, στον ιδιωτικό ή στον δημόσιο τομέα. Αυτοί οι άνθρωποι δεν εκτίμησαν καταστάσεις, δεν έπραξαν ανάλογα. Μπορούσαν να το κάνουν, αλλά το αμέλησαν. Από τη στιγμή που το βιβλίο εμπεριέχει- βαρετά ίσως και επαναλαμβανόμενα- κάποιες αξίες, γίνεται σαφέστατα επίκαιρο πλέον». - Πώς αντέδρασε ο επιχειρηματικός κόσμος σε αυτή την απρόβλεπτη επιτυχία σας με ένα μυθιστόρημα;

«Είχα βγάλει ένα βιβλίο πριν από τέσσερα χρόνια με τίτλο “Ηγεσία” και πήγε εξαιρετικά καλά σαν εξειδικευμένο βιβλίο. Λοιπόν, δεν είχε πάρει ούτε ένας επιχειρηματίας τηλέφωνο να μου πει “Μπουραντά, διάβασα το βιβλίο σου, θέλω να σε γνωρίσω”. Με αυτό το μυθιστόρημα, και μόνο μετά τα Χριστούγεννα, με έχουν πάρει έξιεπτά επιχειρηματίες και μου ΄χουν κάνει το γεύμα γιατί διάβασαν το βιβλίο και ήθελαν να με γνωρίσουν. Βλέπουν κι εκείνοι ότι αυτό το σύστημα, έτσι όπως είναι, δεν θα εξασφαλίσει τα εγγόνια τους και τα δισέγγονά τους. Από το μυθιστόρημα κατάλαβα ότι οι ιδέες μου έχουν αγγίξει κόσμο. Αρα, τι συμπέρασμα βγαίνει; Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που συζητάνε όπως εμείς τώρα, αλλά δεν έχει βρεθεί μια συγκολλητική ουσία για να τους κάνει μια κρίσιμη μάζα που να έχει επίδραση στην κοινωνία. Το θέμα είναι να κάνεις έναν θεσμό όχι πολιτικό, αλλά να παρέμβεις στην κουλτούρα, στις αξίες. Αυτό είναι που προτείνω σαν ιδέα στο τέλος του βιβλίου».

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΗΓΗ: ΤΟ ΒΗΜΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου